Σας μίλησα ήδη για το
HOMO NAVIGATUS και την πολύτιμη αρωγή του στο blog ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΕΣ. Εδώ θα περιοριστώ να μεταφέρω ένα καταπληκτικό δημοσίευμα από το δικό του
blog που είναι αποκλειστικά αφιερωμένο στην ποίηση. Το ποίημα που διάλεξα είναι τεράστιο... Έτσι για να "εκδικηθώ" εκείνους που επιμένουν στις τεράστιες δημοσιεύσεις. Τουλάχιστον ας είναι ποιητικές... Αξίζει τον κόπο να αφιερώσετε χρόνο. Εγώ τουλάχιστον ενθουσιάστηκα... Αν θέλετε μετά, κάνουμε και το σχολιασμό. Λόγω μεγέθους θα το δημοσιεύσω τμηματικά για να διαβάζετε καλύτερα.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑΟι εκατό μνηστήρες της βασίλισσας Πηνελόπης είχαν σκοτωθεί και τα
πτώματά τους, το ένα μετά το άλλο, τα έβγαλαν από τη σάλα της γιορτής
τυλιγμένα με χαλιά. Μολονότι κόντευαν μεσάνυχτα, το σπίτι ήταν ακόμη
στο πόδι μετά τα φοβερά συμβάντα, τα παράθυρα άπλωναν φως μέσα στη
νύχτα κι οι υπηρέτες έτρεχαν πέρα - δώθε. Ακουγόταν πως στη μεγάλη
αίθουσα σάρωναν με σκούπες το αίμα απ' το πλακόστρωτο.
Στο λαμπροφώτιστο υπνοδωμάτιο ο Οδυσσέας άρχισε να μιλάει στη
γυναίκα του την Πηνελόπη για τις εικοσάχρονές του περιπέτειες· για την
Τροία, για τη διαμάχη των βασιλιάδων στο στρατόπεδο·για το ταξίδι της
επιστροφής και τα παράξενα της μακρυνής θάλασσας. Όμως όταν έφτασε
στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, παρατήρησε πως η Πηνελόπη δίπλα του είχε
αποκοιμηθεί. Και σκέφτηκε: τράβηξε πολλά σήμερα η καημένη· θα
συνεχίσω αύριο. Κι ακούμπησε το κεφάλι του πλάι στο δικό της, πάνω στο
πορφυρένιο προσκεφάλι.
Στο βασιλικό παλάτι είχαν να γίνουν και να μπουν στη θέση τους πολλά,
γιατί οι νεαροί που έβραζε το αίμα τους, τα είχαν κάνει όλα άνω κάτω. Ο
Οδυσσέας κατάστρωσε ένα σχέδιο, πήρε αναφορά από τους επιστάτες του
και ρίχτηκε στη δουλειά. Έστρωσε τη μεγάλη αίθουσα με καινούργιες
μαρμάρινες πλάκες, για να σβήσει και την τελευταία ανάμνηση του κρασιού
μα και του αίματος που χύθηκε. Τα κελλάρια και οι αποθήκες είχαν αδειάσει
ως τη μέση κι έπρεπε να γεμίσουν πάλι. Τα ελαιοτριβεία, παλιότερα καμάρι
της βασιλικής οικονομίας, χρόνια τώρα δεν χρησιμοποιούνταν και ήθελε
χρόνο και κόπο για να τα ξαναφτιάξουν.
Πίσω από το σπίτι οι μνηστήρες είχαν φυτέψει έναν μεγάλο ανθόκηπο και
την φροντίδα του την είχαν αναθέσει σε έναν Σύρο κηπουρό. Εκεί
καλλιεργούσαν νάρκισσους και γαρύφαλα κι εκείνα τα εκατόφυλλα ρόδα,
που μόλις τότε είχε ευδοκιμήσει η καλλιέργειά τους. Μ' αυτά τα λουλούδια
oι μνηστήρες στόλιζαν τα γιορτινά τραπέζια κι έφερναν μεγάλες
ανθοδέσμες στη βασίλισσα, που συναγωνίζονταν για την εύνοιά της.
Η Πηνελόπη δεχόταν μ' ευχαρίστηση τις προσφορές των λουλουδιών και
στόλιζε μ' αυτά τα χάλκινα βάζα στα περβάζια της κρεββατοκάμαρας.
Τώρα ο Οδυσσέας ξεπάτωσε τον ανθόκηπο και στη θέση του έβαλε μια
φυτεία λαχανικών με ποτιστικά κανάλια από τσιμέντο, όπως αυτά που είχε
δει στην Αίγυπτο. Τα λαχανικά ευδοκίμησαν και έδωσαν πτηνοτροφή για
μερικούς μήνες. Όμως τα χάλκινα βάζα της βασίλισσας θα έμεναν πια
άδεια.
Στο μακρυνό ταξίδι της επιστροφής απ' όλα πιο πολλή χαρά έδινε στον
Οδυσσέα το πως θα διηγιόταν στη γυναίκα του όλες αυτές τις περιπέτειες
και πως εκείνη θα κρεμόταν αχόρταγα απ' τα χείλη του και θα τον διέκοπτε
με ερωτήσεις.
Όμως γρήγορα κατάλαβε πως δεν ήταν τόσο προσεκτικός ακροατής σαν
τους Φαίακες, που δύο μέρες ολάκερες άκουγαν με προσήλωση τη
μελωδική του αφήγηση.
Όταν άρχισε τη διήγηση στην Πηνελόπη, εκείνη δούλευε αμίλητη το χρυσό
σχέδιο ενός κεντήματος και κοίταζε αφηρημένη απ' το παράθυρο. Όταν
κάποτε της έκανε μια ερώτηση, κατάλαβε πως μπέρδευε τους
Λαιστρυγόνες με τους Λωτοφάγους· κι αυτό τον πόναγε, γιατί θυμόταν με
ακρίβεια τις εμπειρίες του, που όσο γίνονταν πιο μακρυνές, όλο και πιο
πολύ τις αγαπούσε.
Μόνον όταν μιλούσε για τη νύμφη Καλυψώ φαινόταν ν' ακούει
προσεκτικότερα. Και το ενδιαφέρον της αυτό τον ερέθιζε κι εξιστορούσε
τούτο το κομμάτι της περιπλάνησής του πιο διεξοδικά: το μοναχικό νησί, το
θαυμαστό ιερό άλσος, που στα δέντρα του φώλιαζαν τα θαλασσοπούλια,
και την ευωδιαστή σπηλιά της θεάς.
Πόσο καιρό έμεινες σ' αυτή την Καλυψώ; ρώτησε μια φορά. Επτά χρόνια,
απάντησε αυτός.
Έσκυψε στο εργόχειρό της και τα μάτια της σκοτείνιασαν.
Τον καιρό που έλειπε ο Οδυσσέας, κάθε βράδυ, την ώρα που ανάβουν τα
φώτα, άρχιζε στη μεγάλη αίθουσα η γιορτή των μνηστήρων. Και η
Πηνελόπη άκουγε που 'φταναν ως το δωμάτιό της ο θόρυβος του
συμποσίου, ο ήχος του αυλού και οι χαρούμενες φωνές των αντρών, που
της ήταν αφοσιωμένοι.
Μερικές φορές, σκεπασμένη με τον πέπλο, ανέβαινε κρυφά στη στοά που
περιέτρεχε ψηλά την αίθουσα και κοίταζε πίσω από έναν στύλο τους
άντρες, που κάθονταν σε επίχρυσα καθίσματα: τον θεϊκό Αντίνοο - τα
μάτια του ήταν σαν τη νύχτα - τον ευγενή μεσόκοπο Ευρύμαχο και τον
Μένωνα, που ακόμη ήταν παλικαράκι. Τώρα ο αυλός είχε βουβαθεί και όλα
στο σπίτι ακολουθούσαν την κανονική τους πορεία. Όμως, πάντοτε, όταν
ερχόταν η ώρα που άναβαν τα φώτα, η βασίλισσα γινόταν ανήσυχη κι
έδειχνε να της λείπει αυτός ο ήχος κι αυτές οι μακρυνές φωνές, που όλες
τώρα είχαν πεθάνει. Και μία φορά δεν μπόρεσε να κρατηθεί·έριξε πάνω της
τον πέπλο, όπως τότε, ανέβηκε στη στοά και κοίταζε κάτω στη σάλα. Εκεί
στέκονταν τα επίχρυσα καθίσματα σε μεγάλες σειρές πλάι στον τοίχο, το
καθένα σκεπασμένο με ένα κάλυμμα από γκρίζο λινό ύφασμα.
Και μέσα στη σιωπή άκουσε την φωνή του άντρα της, που έλεγε: Εύμαιε,
μην τ' αφήνεις άλλο τα γουρουνάκια έξω μες στη νύχτα·άρχισε να κάνει
ψύχρα. Όταν κάποτε έφεραν στο τραπέζι ένα στρογγυλό κεφάλι κατσικίσιο
τυρί, σαν κι αυτά που έχουν σ' όλα τα νησιά της Μεσογείου, ο Οδυσσέας
δεν κρατήθηκε και γέλασε μόνος του. Δεν τον ρώτησε, τι τρέχει, κι έτσι
άρχισε από μόνος του να διηγείται: Αυτό το κατσικίσιο τυρί μου θυμίζει τη
σπηλιά του Πολύφημου. Είχε εκατοντάδες τέτοια κεφάλια σε σανίδες
τριγύρω στους πέτρινους τοίχους. Και μόλις χωθήκαμε στη σπηλιά, οι πιστοί
μου σύντροφοι κι εγώ, τότε είπα…
Φίλε μου, τον διέκοψε, φαίνεται ότι δεν ξέρεις πως μου την έχεις κιόλας
πει αυτή την ιστορία τέσσερις φορές. Την ξέρω λοιπόν· πώς μεθύσατε τον
καημένο τον γέρο, πώς του βγάλατε - δέκα ενάντια σ' έναν - το μοναδικό
του μάτι, τα έχω ακούσει πιο πολύ απ' όσο θέλω. Περισσότερο θα ήθελα να
μάθω για σένα, τι έκανες αυτά τα δέκα χρόνια στην Καλυψώ.