Παρατηρώντας τις σελίδες που σήμερα διάβασαν οι επισκέπτες του φόρουμ, βρέθηκα εδώ, σ' αυτό το παλιό άρθρο και πάντα επίκαιρο.
Έχοντας μάλιστα "την κατάσταση πένθους" βιώσει πρόσφατα και σε προσωπικό επίπεδο, είδα με περισσότερη ευαισθησία το θέμα.
Δεν μπόρεσα λοιπόν να αποφύγω για μια ακόμη φορά τη θλίψη για καταστάσεις που εκ του σύνεγγυς παρακολούθησα στο παρελθόν. Μιλώ για επιθέσεις δημοσιογράφων σε γνωστούς μου ανθρώπους κι ενώ βρίσκονταν στο στάδιο του πένθους.
Πιστεύω ότι σε μια προηγμένη κοινωνία του μέλλοντος τέτοιες επιθέσεις θα τιμωρούνται από τη δικαιοσύνη ως ιδιαιτέρως ειδεχθή εγκλήματα. Όσο ειδεχθές είναι πάντα το έγκλημα που διαπράττει ο από θέσεως ισχύος κατά του ανίσχυρου και άοπλου.
Ο καθένας, αυτή είναι η πεποίθησή μου, έχει δικαίωμα να του δοθεί ο χρόνος να συνέλθει από το πλήγμα πριν τον στοχοποιήσουν και βίαια τον σύρουν σε εδώλιο. Να ηρεμήσει, να βρει την ψυχική του ισορροπία από τον βαρύ κλυδωνισμό της ζωής του, πριν αρχίσει ο λιθοβολισμός. Ακόμη και αν ο λιθοβολισμός έχει σοβαρά και ατράνταχτα ερείσματα. Πολύ δε περισσότερο όταν πρόκειται για πράξη χωρίς αληθινά και ειλικρινή αίτια.
Βρέθηκα κάποτε "εκών άκων" στη θέση του παρατηρητή μιας τέτοιας απεχθούς πράξης. Και στην ακόμη πιο δύσκολη θέση να γνωρίζω προσωπικά και θύματα και θύτες.
Άκουσα και τους μεν, άκουσα και τους δε. Και σε φιλικές εξομολογήσεις και σε οργισμένες δηλώσεις. Ακόμη και επιθέσεις δέχτηκα - και καλά να πάθω αφού ανακατεύτηκα - και από τις δύο πλευρές. Μάθημα ζωής και εμπειρία συγκλονιστική.
Ήταν μια πορεία επώδυνη. Ούτε από περιέργεια μπλέχτηκα ούτε ως ψύχραιμος έστω ερευνητής. Μετείχα και συναισθηματικά και υπέφερα βαθιά, στοιχείο που ελπίζω να μου δίνει ελαφρυντικά και για τις όποιες εκρήξεις αλλά και για την ίδια την πράξη.
Στο τέλος επέλεξα να αποστασιοποιηθώ από τα πρόσωπα. Και να απαλλαγώ στο μέγιστο δυνατό βαθμό από το φορτίο το συναισθηματικό. Γιατί κατάλαβα πως μόνο έτσι θα έχει νόημα η όποια εμπλοκή μου. Να απομακρυνθώ δηλαδή και να διυλίσω την πείρα που απέκτησα ώστε να βρω και τον κατάλληλο τρόπο να την μεταβιβάσω.
Ο δρόμος και ο τρόπος της δικής μου έκφρασης είναι η γραφή. Κι ας μη γεννήθηκα συγγραφέας...
Ο καθένας μας όμως μπορεί να γίνει. Συγγραφέας. Αρκεί να καταφέρει να επικοινωνήσει με τη βαθύτερη αλήθεια του και να την ανασύρει στο φως. Η γραφή είναι ένα επικίνδυνο μονοπάτι αυτογνωσίας. Κι όχι έρευνα δημοσιογραφική ή επιστημονική ή αστυνομική. Δεν το λέω επιτιμητικά, μόνο για την αναγκαία διάκριση από άλλα είδη του λόγου.
Στη ζωή μου είχα την τύχη και την ατυχία να συναπαντήσω έναν Λιαντίνη. Και να μελετήσω το έργο του. Η τύχη ήταν ότι συνάντησα έναν κορυφαίο τεχνίτη του λόγου. Και ο ίδιος λόγος συνιστά και την ατυχία. Είναι το ίδιο με εκείνον που δεν έχει ανεβεί ούτε σε λόφο και ξαφνικά του δίνεται το Έβερεστ.
Κόντεψα για το λόγο αυτό και μόνο να εγκαταλείψω οριστικά το στόχο μου. Η σύγκριση με τα δικά του κείμενα και η γνώση του ύψους του δικού του πήχυ, με δείλιαζαν και με έκαναν όχι μόνο διστακτική αλλά και επικριτική στις εσωτερικές μου παρορμήσεις. Επώδυνη και αυτή η διαδικασία. Και χρονοβόρα. Δε διασχίζεις τέτοιους δρόμους με την ταχύτητα του ανέμου, εκτός αν είσαι άνεμος. Σαν το μερμήγκι σκαρφαλώνεις ακόμη και τα χαλίκια και σαν κάβουρας καρκινοβατείς.
Τώρα ξέρω. Γνωρίζω πια ότι αυτός και μόνο είναι ο δρόμος. Να πληρώσεις στο ακέραιο τις επιταγές στο χρόνο. Γιατί ο χρόνος είναι βασική συνιστώσα της γραφής. Ακόμη και όταν το κείμενο είναι λίγες γραμμές και μόνο.
Το κάθε κείμενο είναι χρόνος αποσταγμένος. Από τον πολύ απλό που θα το διαμορφώσεις, ως τον πολύ περισσότερο που θα χρειαστείς για να το κυοφορήσεις. Αλλά και ως τον χρόνο που εμπεριέχει σε μελέτη της κατακτηθείσας γνώσης των άλλων.
Ο χρόνος δηλαδή για τη γραφή είναι σαν την τροφή των αστροναυτών σε παστίλιες. Και σαν το υγροποιημένο οξυγόνο στις φιάλες του δύτη. Ή ακόμη σαν τα μοντέρνα στικάκια μνήμης... Χρωστά λοιπόν ο συγγραφέας, αν θέλει όχι μόνο να λέγεται μα και να είναι συγγραφέας, να συμπυκνώσει στο γραπτό του το μέγιστο δυνατό χρόνο. Και σε όλες του τις μορφές: σε πείρα, σε μελέτη, σε λάξεμα και σμίλεμα των αγαλμάτων του λόγου...
Δεν είναι εύκολο. Και η βιασύνη και ανυπομονησία έχουν άπειρες φορές ως τώρα υπονομεύσει και καταστρέψει έργα που θα μπορούσαν να είναι σπουδαία. Και το κακό, το πολύ κακό, είναι πως εκ των υστέρων διόρθωση δεν είναι εφικτή. Γιατί από την ώρα που ο συγγραφέας θα παραδώσει το έργο του στο κοινό, παύει να του ανήκει. Ανήκει οριστικά και αμετάκλητα στους άλλους. Το κοντέρ του δικού του χρόνου μηδενίζεται. Κι αρχίζει να μετρά ο νέος - και ως το διηνεκές - χρόνος των αναγνωστών.
Σαν εκείνα τα βαρελάκια των πλοίων. Θα τα έχετε ίσως προσέξει αραδιασμένα στα καταστρώματα των επιβατικών. Είναι βαρελάκια με διπλωμένες μέσα τους αριστοτεχνικά σωσίβιες βάρκες. Από την ώρα που κάποιος θα ενεργοποιήσει το μηχανισμό καθέλκυσης, δεν υπάρχει πλέον αναστροφή. Το βαρελάκι ανοίγει και ξεδιπλώνεται η βάρκα. Από κει και μετά αρχίζει το ταξίδι της.
Έτσι και το κάθε γραπτό. Μόλις απασφαλίσεις τον πίρο, πάει... πέταξε. Και ποτέ ξανά δε θα είναι μόνο δικό σου. Και λέω πως όλοι γνωρίζουμε το πολύ απλό: Μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου ουδέν λάθος αναγνωρίζεται. Είναι αυτό που οι ειδικοί αναφέρουν ως θάνατο του συγγραφέα.
Θέλω δηλαδή να πω ότι συγγραφέας που διέπραξε το σφάλμα να δώσει το έργο του στους αναγνώστες κι έπειτα ανένηψε και προσπάθησε να το διορθώσει, το μόνο που έχει να περιμένει είναι τη χλεύη πως δεν ξέρει τι λέει... Ίδια με τη χλεύη που εισέπραξε και ο ψεύτης βοσκός του μύθου.
Χρωστάω όμως μια ακόμη διευκρίνιση ως προς το χρόνο που εμπεριέχει ένα γραπτό. Αν και τα παραδείγματα που έδωσα πριν το έχουν κιόλας μαρτυρήσει. Μη νομιστεί πως αν κάποιος αφιερώσει 10, 20 χρόνια ή ακόμη και τη ζωή του ολόκληρη για να γράψει ένα έργο θα έχει αυτόματα πετύχει το στόχο να περικλείσει στις γραμμές του αμέτρητα φορτία χρόνου. Γιατί η σημασία δεν είναι μόνο στην ποσότητα αλλά και στην τέχνη να συμπιέσεις το χρόνο που ανάλωσες στο ελάχιστο δυνατό καλούπι. Τέχνη που κατά κύριο λόγο ανήκει στους ποιητές. Τους αληθινούς ποιητές.
Να γιατί ο καθένας μπορεί να γίνει συγγραφέας αλλά ελάχιστοι γίνονται μεγάλοι. Χρειάζεται όχι μόνο θέληση και πείσμα και κόπος αλλά και το χάρισμα.
Ποιο ακριβώς είναι το χάρισμα αυτό; Μας το λέει ο Γοργίας:
Ν' αδράξεις τη στιγμή που 'χει χυμούς και αίμα.
"χλωρά και έναιμα τα πράγματα..."
Ξέρεις τι πράγμα είναι αυτό; Της Τρίχας το γεφύρι είναι.
Η κόψη του σπαθιού και επί ξυρού ακμής ακροβασία.
Είναι όμως κι αυτό που διέγνωσε ο Νίτσε:
"Έχουμε την τέχνη για να μη μας συντρίψει η αλήθεια."
Το ίδιο που ιδωμένο ανάποδα από το Σεφέρη αποτυπώθηκε με το:
"Βουλιάζει αυτός που σηκώνει τις μεγάλες πέτρες."
ερμηνεία ίσως του προγενέστερου λόγου του Καβάφη:
"Ο τεχνίτης, μια και θέτει το έργο του πάνω απ' όλα, οφείλει να καταστρέψει το άτομό του χάριν του έργου του."
Και το ίδιο που ο Δημήτρης Λιαντίνης περιγράφει μοναδικά στο Χάσμα Σεισμού:
"Ο ποιητής δεν προετοιμάζει το θάνατό του με την σπατάλη της ζωής του, όπως συμβαίνει με τους πολλούς, αλλά πραγματοποιεί τη ζωή του με την σπατάλη του θανάτου του. Σαν τον μυθικό Ερυσίχθονα, τρέφεται με τις σάρκες του κι όταν σπαράξει και το τελευταίο κομμάτι τους, πεθαίνει. Ακριβώς την ώρα που ο θάνατος δεν βρίσκει τίποτα να του πάρει"
Είσαι ακόμη εδώ; δεν το έβαλες στα πόδια; Ε, τότε μείνε. Και συνέχισε να σπαράζεις τις σάρκες σου.
Οι άλλοι; Αυτοί, καλέ μου, είναι σαρκοφάγα. Δεν είναι συγγραφείς. Και σαν σαρκοφάγα σπαράζουν τις σάρκες των άλλων. Όχι τις δικές τους.
Ακριβώς για τούτο θα τους βρεις να κυνηγούν μονίμως τους ανίσχυρους. Τους πεσμένους και τους τραυματισμένους. Ή και πτώματα. Σαν ύαινες και σαν τσακάλια.