Την επαύριο, ήρεμα και χαλαρά ξετυλίγω τα δώρα σας, αγαπημένοι, και χαίρομαι την αγάπη σας στάλα τη στάλα. Μεγαλύτερο δώρο δεν είναι άλλο. Και στο δεντράκι της ψυχής μου κλαδί κλαδί στολίζω τα καλούδια σας κι αστέρι το
"όσο υπάρχουν άνθρωποι που σ' αγαπούν ο κόσμος είναι ολόφωτο πανηγύρι".
Δε βρίσκω λόγια να σας ευχαριστήσω! Μόνο πως αυτά τα γενέθλια καταφέρατε να τα κάνετε ξεχωριστά.
Λουκία, Φωτεινή, Διώνη, Χαλαρουίτα, Ηρακλή, Μελίνα, Μυρτάλη, Ελίνα, Νηρέα, Σωτηρία, Σωτήρη, Κέλλυ... προσπαθώ να κρατήσω τη σειρά που παρέλαβα τα δώρα του καθενός σας... ανταποδίδω τις ευχές που μου στείλατε και μαζί με των δικών μου ανθρώπων θα τις κρατήσω ενθύμια και θησαυρούς πολύτιμους.
Η μέρα η χτεσινή ξημέρωσε ανταριασμένη και στο σκοτάδι της επαγγελματικής μου ρουτίνας βυθισμένη. Ένα ηλίθιο τηλεφώνημα ώρα χαράματα κι έπειτα μια ακόμη εκτός ορίων και λογικής βάρδια... Μαζί με τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα που φυσιολογικά σου ανήκουν, να έχεις κάθε μέρα σχεδόν πια και τα επιπλέον για εκείνους που απουσιάζουν. Πανζουρλισμός. Στη μία μπήκα στο γραφείο και δεν ήθελα τη ζωή μου. Καμία διάθεση για γιορτές και γενέθλια.
Κι έπειτα άρχισε σιγά σιγά ο ορίζοντας να προβάλει ακτίνες. Δεν το περίμενα... Πως τόση δύναμη έχει το φως και πως ανίκητο δεν είναι το σκοτάδι.
Αρχή με ένα τηλεφώνημα. Και ας μην ήταν καν για ευχές... Είχε προηγηθεί η πρόσκληση. Ένας γαλάζιος φάκελος.
Τάδε του μηνός, στην τάδε εκδήλωση... Για τον εορτασμό των 15 χρόνων. Θα θέλαμε να μοιραστείτε μαζί μας αυτή τη γιορτή.
Κι έπειτα, χτες, ήρθε το τηλεφώνημα. Θα 'ρθείτε; Και μετά... η πρόταση για ομιλία... Τρελή χαρά! Να μιλήσεις και για τους δύο σου κόσμους. Αυτούς που κάποτε η μοίρα χώρισε και έκοψε τη ζωή σου στη μέση. Τη θάλασσα και την αγωγή. Και τώρα με ένα τέταρτο του αιώνα συμπληρωμένο, έλα σου λέει. Να ξανακάνεις τα δύο ένα και πάλι. Να το πεις αυτό, να το μάθουν και άλλοι. Πώς γίνεται τη μεγάλη αγάπη που πρόδωσες να βρίσκεις δρόμο πιστή να της μένεις.
Δεν μπορώ να περιγράψω τη χαρά που ένιωσα. Να μιλήσω για την Παιδική HELMEPA. Ως δασκάλα σήμερα, ως αξιωματικός του Εμπορικού Ναυτικού κάποτε. Σε μια εκδήλωση που θα ενώσει όλους εκείνους που λατρεύουν και τη θάλασσα και την αγωγή. Α, δε με νοιάζει που θα είναι εκεί υπουργοί και διπλωμάτες και δημαρχαίοι... Άλλο είναι το σημαντικό για μένα...
Μια μέρα του Φλεβάρη του '85. Τότε που έλαβα τον πρώτο διορισμό σε σχολείο. Κι αντί χαράς ευαγγέλια να γιορτάσω, έφτασα κάτω, στα βράχια της Πειραϊκής. Φουρτουνιασμένο το πέλαγο κι ανταριασμένη η μεγάλη αγαπημένη. Με έδερνε αλύπητα το βουητό των κυμάτων.
Κάπου από τα παιδικά βιβλία, τα βιβλία του νονού, έφτασε η απόκοσμη φωνή:
"Στην άλλη ζωή, στην άλλη ζωή"... Ένα καράβι έτοιμο να το καταπιεί η θάλασσα. Και οι ναύτες αλλόφρονοι να παρακαλάνε θεούς και δαίμονες να τους λυπηθούν. Και τότε στον ορίζοντα φάνηκε το άλλο καράβι. Κουνούσαν έξαλλα χέρια εκείνοι που ο κίνδυνος τους έζωνε. Να σωθούν, να τους δουν και να τους σώσουν. Και το καράβι πλησίαζε. Όλο και πλησίαζε. Και σαν έφτασε ακριβώς δίπλα φωνή ακούστηκε απίστευτη:
"Στην άλλη ζωή, στην άλλη ζωή!"
Κι έφυγε, χάθηκε στον ορίζοντα, μαύρη κουκίδα στη χλαπαταγή και το χαλασμό. Δίχως λύπηση, δίχως κόκκο ανθρωπιάς.
Σε κείνο το μαύρο κατάστρωμα περπάτησα κι εγώ εκείνη τη μέρα. Άδικα την άπονή μου μοίρα παρακαλούσα. Μάταια περίμενα μια έστω μικρή παρηγοριά από τη θάλασσα. Ρονιές τα δάκρυα και λυγμοί ασυγκράτητοι με τράνταζαν συθέμελα. Φώναζα την απελπισία μου στη θάλασσα κι εκείνη κουφή. Πρώτη φορά κουφή. Την αδιαφορία της να με φτύνει κατάμουτρα.
Πήρα τον ποιητή μου παραμάσχαλα, πικρό αποκούμπι, και έφυγα:
Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.
Για το Μαδράς τη Σιγκαπούρ τ' Αλγέρι και το Σφαξ
θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
[Κι εγώ σε μία αίθουσα πένθιμη, σχολική,θα λέω δασκαλίστικα: "Ανοίξτε τα βιβλία".] Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ,
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα 'χω πια ξεχάσει,
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ' όποιον ρωτά:
"Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει"
Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.
Έτσι ακριβώς χτυπιόμουν κι εγώ εκείνη τη μέρα του Φλεβάρη του '85. Έτσι, βουτηγμένη στην απελπισία, "ανέβηκα" για πρώτη φορά στην έδρα.
Κι έπειτα; Έπειτα ήρθε η στιγμή που δεν περίμενα. Που δε γνώριζα. Η άλλη θάλασσα. Η άγνωστη ως τότε. Αυτή που μου ανοίχτηκε σαν αντίκρισα τα μάτια των παιδιών. Θέ μου! Τι ήταν ετούτος ο ωκεανός ο βαθυδίνους και απέραντος; Εκεί να σε δω και να σε χαρώ ποιος Οδυσσέας αντέχει καπετάνιος να σταθεί και με τη ναυτοσύνη του φλάμπουρο να τον ταξιδέψει.
Πάνε χρόνια από κείνη τη μέρα. Πλόες αμέτρητοι, λιμάνια αξέχαστα. Κι ορόσημο η στιγμή που βρήκα το δρόμο, τον πόρο και το πέρασμα να σμίξω τις θάλασσές μου. Μαζί να τις ταξιδεύω. Το καραβάκι μου; HELMEPA JUNIOR. Κρίκος χρυσός για τις δύο αγάπες της ζωής μου. Τους μακρινούς ορίζοντες της Γης και τα απροσδιόριστα κράσπεδα της παιδικής ψυχούλας.
Τώρα αυτά τα ταξίδια, στη διπλή μου θάλασσα, μου ζητάν να τους παρουσιάσω. Να τους ξεναγήσω στον κόσμο μου, που δικός μου δεν είναι μόνο. Κι ας μην το γνώριζα σαν ρίχτηκα στην περιπέτεια. Τότε που προσωπικό μου δράμα πίστευα το αναγκαστικό μου ξέμπαρκο και τη φάγουσα της γαλανής αρμύρας.
Στα ακρογιάλια της Κίρκης έφτασα, δεν το κρύβω, και γουρουνάκι κυλίστηκα στα βαλτόνερα. Με Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες πέρασα μέρες και νύχτες αξημέρωτες. Ο δρόμος για την Ιθάκη εύκολα δεν ανοίγεται εμπρός σου. Και θέλει καντάρια πίκρας και οργής για να κρατάς ακλόνητη την πυξίδα στον ίδιο στόχο που δίψασες παιδί.
Οι ναύτες μου είναι πια με χεράκια στρουμπουλά και χνούδι παιδικό. Δεν ξέρουνε καντηλίτσες να δένουν. Μόνο να τις τραγουδούν:
Ήταν ένα καράβι παιδιά, ήταν ένα καράβι.
Γλάρο το λέγανε, κάνε μια καντηλίτσα,
Γλάρο το λέγανε, κάνε μια ψαλιδιά.
Ο Γλάρος, το Γλαράκι μας. Με τα φτερά του πετάμε μαζί με τα μικρά μου. Με το Γλάρο, το σύμβολο της HELMEPA JUNIOR. Πάνω από θάλασσες και πάνω από τη στεριά που οι θάλασσες αγκάλιασαν. Τη θαλασσοφίλητη πατρίδα μας. Τι θα ήταν η Ελλάδα μας δίχως τη θάλασσα; Δεμένη η κάθε της στιγμή και η ιστορία της ολάκερη με τη θάλασσα, την πλατιά, τη μεγάλη.
Όχι, δεν παλεύω μονάχα να τους μάθω να προστατεύουν τη θάλασσα. Το τραγούδι της τους τραγουδάω, το τραγούδι της το μυστικό που κάποτε με έκανε κι εμένα, αν και γυναίκα, να πάρω την απόφαση να την ακολουθήσω. Να δω πού τελειώνει η θολή γραμμή των οριζόντων. Τι υπάρχει στο τέρμα...
Και όχι για λόγους προσωπικούς. Αλλά γιατί το τραγούδι αυτό είναι το μυστικό τραγούδι της φυλής. Το DNA του έλληνα. Αρμυρό και ποτισμένο θαλασσινό ροδόσταμο.
Λένε πως η μεγάλη πορεία του λαού μας κίνησε κάποτε από τα ακρογιάλια της Ιωνίας. Με τον τυφλό τον ποιητή, τον Όμηρο, που πέταξε τον Οδυσσέα του στις θάλασσες να ψάχνει χρόνους δέκα την Ιθάκη.
Κι έπειτα ήρθε ο γέροντας της Αλεξάνδρειας, ο Καβάφης, αιώνες μετά, να δείξει την Ιθάκη λιμάνι και σύμβολο του ταξιδιού της ίδιας της ζωής μας.
Δυο ποιητές, ένας ο λαός που τους μέθυσε. Και το ταξίδι, ίδιο κι αυτό. Ένα ταξίδι που κρατά τρεις χιλιάδες τόσα χρόνια.
Αχ, φουρτούνες που μου άνοιξε ετούτη η πρόσκληση. Πού να χωρέσω σε λίγες γραμμές τα χιλιάδες που θέλω να πω; Ας είναι. Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται. Κι εγώ που κάποτε έκλεισα στο συρτάρι το ναυτικό μου φυλλάδιο και βαλάντωνα στο κλάμα, τώρα το ξεσκονίζω και πάλι και χαίρομαι χαρά μεγάλη. Να το παρουσιάσω στη μεγάλη γιορτή. Να γράψω με κάθε επισημότητα το νέο μου μπάρκο. Που ξεκίνησε εκείνο το Φλεβάρη του '85 και συνεχίζεται ακόμη...