Έγινε και η κηδεία... Είπαμε το στερνό αντίο. Δεκάδες τα στεφάνια, βουνό τα λουλούδια. Τι τα θες; Γυρίζει έτσι πίσω ο άνθρωπος;
Τέτοιες ώρες δεν ξέρεις για ποιον περισσότερο να κλάψεις. Τη μάνα και τον πατέρα; Και τι να τους πεις; Υπάρχουν λόγια παρηγοριάς; Εγώ δε βρήκα...
Την αδερφή; Να παλεύει τον πόνο του αδερφού και να σπαράζει με τον πόνο των γονιών της;
Και με τα τέσσερα παιδιά του; Τα τρία τα μικρότερα ακόμη ρωτάνε πού είναι ο μπαμπάς; Γιατί δεν ήρθε στο σπίτι; Ποιος θα τους πει; Πώς και τι θα τους πει;
Η μεγαλύτερη στα 15... Τα ματάκια της δεν είχαν πια άλλα δάκρυα. Έφυγε χρόνια πριν ο μπαμπάς της από το σπίτι. Αλλά ποτέ από δίπλα της. Τώρα; Κοίταγα τη μητέρα της που έκλαιγε απαρηγόρητη. Μπορείς να μπεις έστω και λίγο στην ψυχή ενός ανθρώπου και να νιώσεις τι περνά τέτοιες στιγμές;
"Ήθελα μόνο να είναι καλά", μου είπε... Τι καρδιά, τι μεγαλείο...
Με το Γιάννη είχαμε διπλούς δεσμούς συγγένειας. Από πατέρα και από μάνα. Οι γιαγιάδες μας αδερφές... αυτή ήταν και η πιο στενή σχέση. Τον θυμάμαι μικρούλη και πειραχτήρι να μεγαλώνει με τους παππούδες του κάπου στο Χαϊδάρι. Οι γονείς του να θερίζουν το πικρό ψωμί της ξενιτιάς στη Γερμανία.
Έπειτα η ζωή μας χώρισε... Άκουγα από μακριά τα νέα του. Παντρεύτηκε ο Γιάννης. Χώρισε ο Γιάννης. Ξαναπαντρεύτηκε ο Γιάννης... Έκανε δίδυμα ο Γιάννης. Και προχτές... Σκοτώθηκε ο Γιάννης!
Ξημερώματα στην παραλιακή. Σε κολλητό φίλο που είχε γενέθλια ήταν καλεσμένος. Διασκέδασαν, χάρηκαν και έπειτα σηκώθηκε για το μεροκάματο. Να ανοίξει το φούρνο... Δεν τον άνοιξε ποτέ.
Έξω από το αεροδρόμιο το παλιό έχασε τον έλεγχο της μηχανής. Η ταχύτητα τρομακτική. Απίστευτη. Γιατί; Αυτό το γιατί αναπάντητο στέκει στα μάτια όσων τον αγαπούσαν...
Το κράνος εκσφενδονίσθηκε... Σύρθηκε το σώμα στην άσφαλτο. Ένας σωλήνας... από πού βρέθηκε αυτός ο σωλήνας; τον πέτυχε ίσια στην καρωτίδα. Βάφτηκε κόκκινη η άσφαλτος. Πάει η ψυχούλα του. Εκεί, μες στη μέση του δρόμου. Ετών 42. Ένας λεβέντης ως εκεί πάνω. Ένας κούκλος...
Γιατί;
Τον πήγαμε στο τελευταίο του σπίτι. Για να κοιμηθεί τον ύπνο τον ανεξύπνητο. Σαν να κοιμόταν... Σαν!!! Με νευριάζει αυτό και μόνο να το ακούω.
Δυο στενάκια πιο κάτω η θεία... Θα έχουν πολλά να πουν απόψε. Και πολλά μαλλώματα να ακούσει ο Γιαννάκης. Σαν τότε που ήταν παιδί. Κάποιος επιτέλους πρέπει να του το πει... γιατί εμάς έκανε πως κοιμάται και δε μας άκουσε... Γιατί αγόρι μου;
Φόραγε κράνος... Μα τι να σου κάνει ένα κράνος όταν πας με τέρμα τα γκάζια; Ήταν και σε αγώνες στα νιάτα του. Σε τι να σε σώσει αυτό στην κακιά στιγμή; Αλκοόλ ούτε ίχνος... Μα η ταχύτητα στα ύψη.
Αυτοκτονία ήταν αυτό, όχι θάνατος... έλεγε η άλλη θεία του.
Με χαπάκια όλοι... Να αντέξουν. Τι να σου κάνουν τα χαπάκια τέτοιες στιγμές; Σταματά το μυαλό να σκέφτεται; Η καρδιά να πονάει;
"Να βρεθούμε σε χαρές", έλεγαν οι πιο αφελείς... Λες τέτοια λόγια όταν χάνεται ένας νιος στην καλύτερη ηλικία του; Τα λες... για να αντέξεις ο ίδιος. Το φρικτό πρόσωπο του θανάτου. Βλέπεις εκείνο το λάκκο και τα χώματα και φεύγει το μυαλό από τη θέση του.
Για το Γιάννη τίποτε πια δεν έχει σημασία. Ένθα ου πόνος ου στεναγμός... Πήγε κανείς για να μας πει πώς είναι; Έτσι με ρώτησε η θεία του... Κι εγώ έμεινα βουβή. Γιατί κανείς και ποτέ δεν πήγε και γύρισε από κει. Το λες όμως μια τέτοια στιγμή;
Αν κάτι αξίζει είναι για όλους τους άλλους που ακούν και διαβάζουν. Όχι άλλη ζωή πεταμένη στην άσφαλτο άδικα. Τίποτα δε λύνεται έτσι. Και είναι κρίμα όχι για εκείνον που φεύγει... αλλά για όσους από τώρα και στο εξής έγινε κόλαση η ζωή τους. Κανένας δεν έχει το δικαίωμα έτσι να πικραίνει όσους τον αγαπούν. Απολύτως κανένας και το εννοώ. Γιατί ακόμη και αν δεχτούμε πως ο καθένας ορίζει τη ζωή του και αυτοθέλητα μπορεί και να την αρνηθεί... δεν έχει σημασία ο τρόπος... μόνο το αποτέλεσμα... δικαίωμα όμως δεν έχει να σκοτώσει εκείνους που τον αγαπούν.
Λέει η μαμά μου "ο νεκρός δεδικαίωται". Σωστό, γιατί νόημα δεν έχει να ζητάς τίποτα από ένα νεκρό. Αλλά θυμάμαι και τι έλεγε ο Δάσκαλός μου... ο Λιαντίνης. Πως σημασία έχουν οι ζωντανοί. Αυτοί που μένουν πίσω. Και σ' αυτό θα συμφωνήσω απόλυτα μαζί του. Αυτοθέλητα να πεθάνεις, αλλά ποιος δίνει το δικαίωμα η δική σου θέληση να μαυρίσει τη ζωή των άλλων; Ακόμη και αν πρόκειται για απροσεξία...
Και μη μου πεις πως οι άλλοι θα βρουν τρόπο και θα συνεχίσουν τη ζωή τους... Γιατί καμιά μάνα και κανένας πατέρας δε συνέχισαν τη ζωή τους από τη στιγμή που έθαψαν παιδί. Μαζί του μπαίνει στο χώμα και η καρδιά τους. Οριστικά και αμετάκλητα.
Ξημερώματα σήμερα και ο πατέρας του πήρε τους δρόμους. Τον έχασαν για ώρες... Κάποια στιγμή τον βρήκε η αστυνομία και τον γύρισε. Πού να γυρίσει; Για να κηδέψει το ίδιο του το σπλάχνο;
Και στάθηκε εκεί λεβέντης ως το τέλος. Να ακούει τις σαχλές παρηγόριες του καθενός. Τώρα; Που ο καθένας μας γύρισε στο σπιτάκι του... Τώρα πώς αντέχεται το ποτέ πια;
Να πεθαίνεις νέος... Ναι... Αλλά να είσαι ερημίτης και ανέστιος. Να κλείνεις εσύ τα μάτια σου και άλλα μάτια να μη βουρκώνουν. Μόνο έτσι. Αλλιώς χρωστάς να κρατάς τη ζωή σε τάσι πολύτιμο. Γιατί δεν είναι δική σου... Ανήκει σε όσους σε αγαπούν...