Καβάφης... Τι μπορεί κανείς να πει για εκείνον; Ας αφήσουμε καλύτερα τον ίδιο να μας συστηθεί:
Στα 75 χρόνια από το θάνατό του, ο Καβάφης όχι μόνο δεν έσβησε από τις μνήμες των ανθρώπων αλλά κάθε μέρα γίνεται και πιο σπουδαίος στα μάτια μας. Πόσες και πόσες φορές δε μιλήσαμε ο καθένας μας με τους δικούς του στίχους;
Το δικό μου πρώτο συναπάντημα ήταν τα Κεριά του. Και ήμουν μόλις 12 χρονών. Το λέω και ανατριχιάζω γιατί από την πρώτη κιόλας ανάγνωση κατάφερε ο ποιητής να με κάνει να δω όλη τη μετέπειτα στράτα. Καλώς ή κακώς κατάφερε να με απομακρύνει από την εποχή της αθωότητας και να μου ανοίξει μονοπάτια που ούτε είχα φανταστεί.
Τιμώντας τη μνήμη του θα παραθέσουμε μερικά από τα όχι και πολύ γνωστά του ποιήματα και μάλιστα εκείνα που μιλούν για θάνατο:
Το Τέλος του ΑντωνίουΑλλά σαν άκουσε που εκλαίγαν η γυναίκες
και για το χάλι του που τον θρηνούσαν,
με ανατολίτικες χειρονομίες η κερά,
κ' η δούλες με τα ελληνικά τα βαρβαρίζοντα,
η υπερηφάνεια μες στην ψυχή του
σηκώθηκεν, αηδίασε το ιταλικό του αίμα,
και τον εφάνηκαν ξένα κι αδιάφορα
αυτά που ως τότε λάτρευε τυφλά -
όλ' η παράφορη Αλεξανδρεινή ζωή του -
κ' είπε
«Να μην τον κλαίνε. Δεν ταιριάζουν τέτοια.
Μα να τον εξυμνούνε πρέπει μάλλον,
που εστάθηκε μεγάλος εξουσιαστής,
κι απέκτησε τόσ' αγαθά και τόσα.
Και τώρα αν έπεσε, δεν πέφτει ταπεινά,
αλλά Ρωμαίος από Ρωμαίο νικημένος».
Στρατηγού ΘάνατοςΤο χέρι του ο θάνατος απλώνει
κ' ενός ενδόξου στρατηγού το μέτωπον αγγίζει.
Το βράδυ μια εφημερίς το νέον φανερώνει.
Το σπίτι του αρρώστου με πλήθος πολύ γεμίζει.
Εκείνον τον παρέλυσαν οι πόνοι
τα μέλη και την γλώσσα του. Το βλέμμα του γυρίζει
και ώρα πολλή σε πράγματα γνώριμα προσηλόνει.
Ατάραχος, τους παλαιούς ήρωας ενθυμίζει.
Απ' έξω - τον εσκέπασε σιγή κι' ακινησία.
Μέσα - τον σάπισεν ο φθόνος της ζωής, δειλία,
λέπρα ηδονική, μωρόν πείσμα, οργή, κακία.
Βαρυά βογγά. - Ξεψύχησε. - Θρηνεί κάθε πολίτου
φωνή·
«Την πολιτεία μας ερήμαξ' η θανή του!
Αλοίμονον η Αρετή απέθανε μαζύ του!»
Εν τω Κοιμητηρίω
Όταν η μνήμη εις το κοιμητήριον
τα βήματά σου διευθύνει,
μ' ευλάβειαν το ιερόν μυστήριον
του σκοτεινού μας μέλλοντος προσκύνει.
Τον νουν σου ύψου προς τον Κύριον.
Προ σου
των απεράντων ύπνων η στενοτάτη κλίνη
κείται υπό το έλεος του Ιησού.
Η προσφιλής θρησκεία μας τα μνήματα
τον θάνατον ημών σεμνύνει.
Των εθνικών τα δώρα και τα θύματα
και τας πομπάς δεν αγαπά εκείνη.
Χωρίς ανόητ' αναθήματα
χρυσού,
των απεράντων ύπνων η στενοτάτη κλίνη
κείται υπό το έλεος του Ιησού.
Επιτάφιον
Ξένε, παρά τον Γάγγην κείμαι Σάμιος
ανήρ. Επί της τρισβαρβάρου ταύτης γης
έζησα βίον άλγους, μόχθου, κ' οιμωγής.Ο τάφος ούτος ο παραποτάμιος
κλείει δεινά πολλά. Πόθος ακήρατος
χρυσού εις εμπορίας μ' ώθησ' εναγείς.
Εις ινδικήν ακτήν μ' έρριψ' η καταιγίς
και δούλος επωλήθην. Μέχρι γήρατος
κατεκοπίασα, ειργάσθην απνευστί -
φωνής ελλάδος στερηθείς, και των οχθών
μακράν της Σάμου. Όθεν νυν ουδέν φρικτόν
πάσχω, κ'
εις άδην δεν πορεύομαι πενθών.
Εκεί θα είμαι μετά των συμπολιτών.
Και του λοιπού θα ομιλώ ελληνιστί.
«Τα δ' άλλα εν Άδου τοις κάτω μυθήσομαι»«Τωόντι», είπ' ο ανθύπατος, κλείοντας το βιβλίο, «αυτός
ο στίχος είν' ωραίος και πολύ σωστός·
τον έγραψεν ο Σοφοκλής βαθυά φιλοσοφώντας.
Πόσα θα πούμ' εκεί, πόσα θα πούμ' εκεί,
και πόσο θα φανούμε διαφορετικοί.
Αυτά που εδώ σαν άγρυπνοι φρουροί βαστούμε,
πληγές και μυστικά που μέσα μας σφαλνούμε,
με καθημερινή αγωνία βαρυά,
ελεύθερα εκεί και καθαρά θα πούμε».
«Πρόσθεσε», είπε ο σοφιστής, μισοχαμογελώντας,
«αν τέτοια λεν εκεί, αν τους μέλλει πια».