Χταποδάκι πεθύμησα σήμερα. Ένα μεζέ που κάποτε μαγείρευα συχνά και μάλιστα σε κάμπινγκ. Κι όταν λέμε κάμπινγκ, ένα είναι το κάμπινγκ! Της Αστυπάλαιας! Αχ, χρόνια και καιροί... μου τους θύμισε χτες το Μελινάκι που σχεδιάζει λέει τις πρώτες της διακοπές σε κάμπινγκ!
Βέβαια τα χταποδάκια της Αστυπάλαιας έχουν μια ιστορία πίσω τους, δεν ήταν από την κατάψυξη του σούπερ μάρκετ όπως το σημερινό.
Είναι που λέτε ξημέρωμα. Κι όλος ο καλός κόσμος στο κάμπινγκ ροχαλίζει τον ύπνο του ξενύχτη. Σηκώνομαι, ντύνομαι και την κάνω για το λιμάνι. Το παλιό λιμάνι, στη χώρα. Να δω ανατολή...
Είμαι στην άκρη στα βραχάκια και περιμένω την πρώτη ακτίνα να σκάσει από το πέλαγο. Πιο κει μια ψαρόβαρκα τραβάει δίχτυα. Δυο ψαράδες κάποιας ηλικίας. Ο ένας έχει ταβέρνα κάτω στο Γιαλό, τον ξέρω. Ο άλλος γνωστή φυσιογνωμία επίσης, είχα θυμάμαι κλείσει δωμάτιο στο σπίτι του την πρώτη φορά που πάτησα στο νησί. Τελικά κάτι στράβωσε και δεν έμεινα εκεί. Ο κυρ Κώστας ο Αλακιώτης. Εγώ τους ξέρω, αυτοί όχι. Πού να με θυμούνται μέσα στους τόσους τουρίστες...
Κάποια στιγμή ο κυρ Κώστας γυρνά ξαφνικά προς το μέρος μου. Και μου πετάει ένα χταπόδι!!!
- Δικό σου, κοπελιά!
Τέτοιος ο κόσμος της Αστυπάλαιας. Τουλάχιστον ο παλιός, αυτόν που πρόλαβα να ζήσω. Χουβαρντάδες και φιλόξενοι.
Σε λιγάκι ένα δεύτερο χταποδάκι προσγειώθηκε δίπλα μου.
- Είχες το μεζεδάκι σου, τώρα έχεις και το φαγάκι σου! μου φώναξε ο κυρ Κώστας που πάνε χρόνια τώρα που κοιμάται τον ύπνο τον ανεξύπνητο.
Έτσι πιάσαμε γνωριμία κι έτσι ακολούθησαν και οι βαρκάδες. Ξημερώματα πάντα. Να τραβάμε δίχτυα. Και να βγάζουμε ό,τι ψάρι βάλει ο νους σου. Ερχόταν ο κυρ Κώστας με τη βαρκούλα του και μας φόρτωνε από την παραλία του κάμπινγκ. Ολόκληρη παρέα κοπέλες. Ανοιγόμασταν στο πέλαγος, τραβάγαμε δίχτυα, βλέπαμε ανατολή και μετά δρόμο για παραλίες απάτητες. Εκεί άναβε φωτιά με θαλασσόξυλα και έβαζε μπρος το ψήσιμο. Ολόκληρα τα ψάρια, με τα λέπια. Μόλις ψήνονταν τα άρπαζε και τα βούταγε στη θάλασσα. Και έφευγαν όλα τα λέπια μεμιάς.
Έβγαζε μετά ούζο και νερό παγωμένο από τη βάρκα και εννιά το πρωί τρώγαμε του σκασμού!
Στο μεταξύ είχαμε κάνει και τις βουτιές μας. Και μάλιστα μεσοπέλαγα.
Κι έπειτα, την ώρα που οι άλλοι ξύπναγαν στο κάμπινγκ, εμείς γυρίζαμε κατάφορτες από εμπειρίες πρωτόγνωρες.
Ένα καλοκαίρι δεν τον βρήκα πια τον κυρ Κώστα. Έφυγε χειμωνιάτικα. Και έσβησαν εκείνα τα λεβέντικα μάτια του που έλεγες πήραν το χρώμα από τα σμαραγδένια νερά του νησιού του. Ο κυρ Κώστας. Που έφαγε την ξενιτιά με το κουτάλι. Δεκαετίες στη βόρεια Αυστραλία. Κι έπειτα πίσω, στην Αστροπαλιά. Με την κυρά του. Έχτισαν δωμάτια ενοικιαζόμενα, ψάρευε εκείνος ή έκανε και τον καπετάνιο σε καϊκάκια τουριστικά. Τα παιδιά πίσω, στην Αυστραλία. Ώσπου έχασε και την κυρά του και έμεινε σαν καλαμιά στον κάμπο.
Ευτυχώς στα τελευταία του του βρέθηκε μια αδερφή του και τον κοίταξε. Μια γλυκιά κυριούλα που χρόνια είχε περίπτερο κάτω στο Λιβάδι. Ο Νικόλας της Έλενας. Περίπτερο με όνομα παρακαλώ! Και τα μάτια ολόιδια του αδερφού της.
Πάνε όμως όλα αυτά. Ανήκουν σε άλλη ζωή. Κι εγώ στην άλλη άκρη της Ελλάδας, στη Θεσπρωτία, πεθύμησα σήμερα λιγάκι Αστυπάλαια. Λιγάκι χταπόδι...
Τη συνταγή που το μαγείρευα δεν τη θυμάμαι πια. Αναγκάστηκα να μπω στο ίντερνετ και να ψάχνω κάποια συνταγή που να μου τη θυμίζει... Και βρήκα το χταπόδι από το Αγκίστρι, από τη Χίο και δεν ξέρω από πού αλλού... Στο τέλος αναγκάστηκα να αυτοσχεδιάσω. Οπότε περήφανα σας παρουσιάζω το Χταποδάκι το ηπειρώτικο!
Αγοράζουμε ένα μικρό κατεψυγμένο χταπόδι από το σούπερ μάρκετ. Ολόκληρο. Και ολόκληρο θα το μαγειρέψουμε.
Του βγάζουμε μάτια, νύχια, φρύδια... καθαρίζουμε και την κουκούλα.
(Σημείωση 8 χρόνια αργότερα: Κόβουμε την κουκούλα τελείως. Και μετά πιέζουμε με το δάχτυλό μας να βγει το στόμα (νύχι) και να μείνει εκεί μια τρύπα. Κατόπιν κόβουμε τελείως και τα μάτια που έχουν μείνει στην κουκούλα και τα πετάμε.)
Τη φλούδα του όχι. Θα βγει μόνη της όταν μαγειρευτεί το χταπόδι.
Το πλένουμε καλά καλά και βάζουμε μοναχούλι του σε μια μικρή κατσαρόλα.
Χωρίς νερό. Θα βγάλει δικό του νερό μόλις ζεσταθεί... Το κατσαρολάκι μας το αφήνουμε σκεπασμένο και σε φωτιά μέτρια.
Ελέγχουμε τακτικά την κατάσταση και ανακατεύουμε με ξύλινο κουτάλι. Γυρνάμε επίσης το χταπόδι να ψηθεί και από πάνω και από κάτω. Κανονικά η συνταγή αυτή θέλει και δυο δαφνόφυλλα. Έφαγα την κουζίνα μου και δε βρήκα ούτε ένα!!! Αν είναι δυνατόν. Που έχουμε επάνω στο χωριό ένα σωρό δάφνες - δέντρα και έχω βγάλει και διαταγή στον πατέρα να κόψει κανένα να ανοίξει ο τόπος. Να μην γκρινιάζει και η μάνα που πνίγεται λέει από τα τόσα δέντρα.
Έτσι πρόσθεσα στην κατσαρόλα ένα ολόκληρο ξερό κρεμμύδι. Και άφησα να σιγοβράσουν με το χταποδάκι γύρω στη μία ώρα.