HOMA EDUCANDUS
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.


HOMA EDUCANDUS - Φόρουμ φιλοσοφίας, παιδείας, πολιτικής και ναυτιλίας!
 
ΠΟΡΤΑΛ ΛΙΑΝΤΙΝΗΣΦόρουμΠόρταλLatest imagesΔΙΟΠΤΕΥΣΕΙΣΠΟΛΥΦΩΝΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟΕικονοθήκηΕγγραφήΣύνδεση

 

 ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΡΑΒΙΟΥ (διήγημα)

Πήγαινε κάτω 
ΣυγγραφέαςΜήνυμα
ΔΑΝΑΗ
Admin
ΔΑΝΑΗ


Αριθμός μηνυμάτων : 8144
Registration date : 30/10/2007

ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΡΑΒΙΟΥ (διήγημα) Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΡΑΒΙΟΥ (διήγημα)   ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΡΑΒΙΟΥ (διήγημα) Icon_minitimeΔευ Φεβ 27, 2012 10:55 pm

Παράθεση :
ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΡΑΒΙΟΥ


(Ἡ χώρα μας εἶναι κατΆ ἐξοχὴν θαλασσινὴ καὶ εἶναι γνωστὴ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ λατρεία τῶν ναυτικῶν μας στὰ καράβια τους, ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ κἀθε τρόπο. Τὸ παρατιθέμενο διήγημα μᾶς δείχνει παραστατικώτατα τὴ λατρεία αὐτὴ ἑνὸς καπετάνιου).

Βαδίζαμε καὶ οἱ δυὸ σιωπηλοὶ κατὰ μῆκος τῆς ἀκρογιαλιᾶς. Εἴχαμε ἀνάψει ἀπὸ ἕνα κεράκι στὸν Ἅι Νικόλα, στὴν ἄκρη τοῦ κάβου, γιὰ τὴν ψυχὴ ὅλων τῶν πεθαμένων καὶ πνιγμένων τοῦ νησιοῦ καὶ γυρίζαμε ἀπΆ τὴν ἀμμουδιὰ ἀναπνέοντες τὸν μυροβόλο μπάτη.

Ὅταν φτάσαμε κοντὰ στὰ πρῶτα σπίτια τῆς πολίχνης, τῆς σκαρφαλωμένης σὰν ζωγραφιὰ ἀπάνω στὸ βράχο, ὁ σύντροφός μου ἄνθρωπος τοῦ τόπου, δάσκαλος διορισμένος ἐκεῖ, χωρὶς νὰ πάψη νὰ εἶναι καὶ λίγο ποιητής, μοῦ εἶπε:

- Τὴ βλέπεις αὐτὴ τκεῖ τὴ γλῶσσα τῆς ἀμμουδιᾶς; Τὴν λένε «τοῦ Θανατᾶ».

Καὶ ἐπειδὴ τὸν κοίταζα μὲ ἀπορία χωρὶς νὰ τὸν ρωτήσω, ἄρχισε μόνος του νὰ μοῦ διηγῆται μιὰ παλιὰ ἱστορία τοῦ νησιοῦ.

- Θὰ ἤμουν δέκα χρονῶν παιδάκι τότε˙ καὶ τὸ θυμοῦμαι ζωηρά, σὰν νὰ εἶναι τώρα. Ἔτσι ὅσο εἴμαστε μικροί, μᾶς ὲντυπώνοντα καὶ πράγματα καὶ εἰκόνες ποὺ δὲν τὶς λησμονοῦμε σΆ ὅλη μας τὴ ζωή. Τὸ λιμάνι, ποὺ βλέπεις τώρα νεκρό, ἔρημο καὶ μελαγχολικὸ μὲ τὰ δύο τρία καΐκια ἐκεῖ στὴν ἄκρη, ποὺ φορτώνουν κίτρα καὶ λεμόνια, δὲν ἦταν ἔτσι ἐκείνη τὴν ἐποχή, ἐδῶ καὶ σαράντα χρόνια. Τρικάταρτα* καὶ γολέτες*,βρίκια* καὶ σακολέβες*, ἔπιαναν ἀπΆ τὴ μιὰν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη. Ἐκεῖ βαθιὰ στον ταρσανᾶ πέντε ἕξι, μεγάλα καὶ μικρὰ τραβηγμένα ἔξω στὰ σκαριὰ* περίμεναν τὴν ἀράδα τους νὰ τὰ μερεμετίσουν*, νὰ τὰ καλαφατίσουν*, νὰ τὰ βάψουν, ὕστερΆ ἀπΆ τὶς πληγὲς, ποὺ εἶχαν ἀπὸ τὰ μακρινὰ καὶ ταραχώδη ταξίδια.

Κι ἀκούονταν κι ἀντηχοῦσαν πάντα οἱ φωνές, τὰ τραγούδια τῶν ἐργατῶν, τὰ σφυροκοπήματα, τῶν

199

παιδιῶν τὰ στριγγλίσματα καὶ τὰ γέλια· καθὼς καὶ τὰ γαβγίσματατῶν σκύλων, αὐτῶν τῶν καραβόσκυλων, ποὺ λὲς καὶ ἡ ζωή τους γίνεται ἕνα μὲ τὴ ζωὴ τοῦ καραβιοῦ. Τὰ σπίτια αὐτά, ποὺ μοιάζουν σὰν κάστρα ραγισμένα καὶ ἐρειπωμένα, ἦταν σπίτια ἀρχόντων καὶ καπεταναίων, ποὺ ἀρμάτωναν καράβια, κουβαλοῦσαν σιτάρι, εἶχαν ὅλη τὴ Μεσόγειο δική τους καὶ γέμιζαν τὶς κάσες τους μὲ τάλαρα.

Ἕνας ἀπΆ αὐτούς, ὁ πιὸ τρανός, ὁ πιὸ νοικοκύρης, ἤτανε ὁ καπετὰν Λιὰς Μπόγλης, ὁ λεγόμενος Ἄβολος. Στρυφνός, ἐπίμονος καὶ ἀπότομος, ἀλλὰ καὶ ἀγαθός, ἐλεήμων καὶ θρῆσκος, θρῆσκος ὅπως οἱ παλιοί...

Μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἀντιπάθειές του ἦταν τὰ βαπόρια, ποὺ ἄρχισαν σιγὰ σιγὰ νὰ ἐκτοπίζουντὰ καράβια ἀπ᾽ τὸ ἐμπόριο καὶ παντοῦ. Κι ὅμως ὁ γέρος, ᾶν καὶ ἔβλεπε τὴν ἀλήθεια κι ἄκουε τόσα καὶ τόσα ἀπὸ τοὺς δικούς του καὶ ξένους, δὲν ἐννοοῦσε νὰ ξεκάμη κανένα ἀπὸ τὰ δικά του καὶ στοὺς γαμπρούς του, ποὺ τοῦ Άλεγαν κάθε μέρα, ἀπαντοῦσε θυμωμένος:

- Κάμετε τὴ δουλειά σας, ἐσεῖς. Θὰ χτυπήσετε τὸ κεφάλι σας, μὰ θά᾽ναι ἀργά!

Καὶ οἱ τέσσαρες γαμπροί του εἶχαν ξεκάνει τὰ καράβια τους ἀπὸ τοὺς πρώτους καὶ μπῆκαν μισθωτοὶ στὰ βαπόρια μιᾶς ἑταιρίας,ποὺ εἶχε γίνει τότε γιὰ πρώτη φορά.

***

Ἀπὸ μερεμέτια σὲ καλαφατίσματα, ἀπὸ ἀλλαγὲς καταρτιῶν σὲ ἀλλαγὲς ἱστίων, ἀπὸ βάψιμο σὲ βάψιμο, τὰ τρία του καράβια κράτησαν χρόνια καὶ χρόνια καὶ ἡ κάσα τοῦ Γέρου δὲν εἶχε παράπονο, οὔτε οἱγαμπροί, ποὺ τοὺς προίκισε καλά, οὔτε ὁ μικρός του γιός, ποὺ ἦταν προορισμένος ἀπΆ τὸν καπετὰν Λιὰ νὰ κρατήση τὴν παράδοση τῶνΜπόγληδων καὶ νὰ σκαρώση νέο καράβι.

Κι ὅμως τὰ χρόνια περνοῦσαν, κι ἐπειδὴ τίποτε δὲν εἶναι αἰώνιο,ἦλθε στιγμή, ποὺ τὰ καράβια τοῦ Ἄβολου ἔμπαιναν ἕνα ἕνα στὴν μπάντα· κι ὁ γέρος μὲ δάκρυα καὶ μὲ πεισματάρικα καμώματα ἔδινε τὴν ἄδεια νὰ τὰ πουλήσουνε γιὰ ξυλεία.

Τοῦ ᾽μεινε πλιὰ τὸ τελευταῖο,ἕνα μπρίκι μικρό, κομψό, χαριτωμένο, τὸ «χαϊδεμένο» του, ὅπως τό᾽λεγε. ΜΆ αὐτὸ ταξίδευε καὶ τὸ κυβέρναε μονάχος του. Κι ἦταν ὅλος χαρά, ὅσος φορὲς γυρίζοντας ἀπὸ μακρινὸ ταξίδι τὶς γιορτὲς ἔμπαινε καὶ ἄραζε περήφανος μὲς στὸ λιμάνι κι ἔβγαζε τὸ φέσι καὶ τὸ κουνοῦσε

200

χαιρετώντας μακριὰ ἀπὸ τὸ φανάρι ἀκόμη τὴν καπετάνισσα, ποὺ τὸν ἀγνάντευε* ψηλὰ ἀπὸ τὸ χαγιάτι* τοῦ σπιτιοῦ καὶ τὴν μικρή του κόρη, ποὺ μὲ τὰ ξανθὰ μαλλάκια της ἀνεμίζοντας ἀπαντοῦσε στὸν χαιρετισμὸ τοῦ πατέρα της.

Ἕνα χειμώνα τὶς ἔχασε καὶ τὶς δυὸ ἀπὸ τὸν τύφο, πού ᾽πεσε στὸ νησί. Κι ὅταν ἕνα ἀπόβραδο, παραμονὴ τῶν Φώτων, μπαίνοντας γιὰ νΆ ἀράξη κατὰ τὴ συνήθειά του κρατοῦσε μὲ τό ᾽να του χέρι τὸ τιμόνι καὶ μὲ τὸ ἄλλο ἔσειε στὸν ἀγέρα τὸ μεγάλο του φέσι, κανένας δὲν ἦταν στὸ χαγιάτι νὰ τὸν χαιρετίση. Τὰ παράθυρα ἦταν κατάκλειστα...

Ἀπὸ τότε ὅλη τὴν ἀγάπη καὶ τὴν λατρεία τὴν εἶχε ἀφιερωμένη στὸ χαϊδεμένο του μπρίκι, τὴν «Τσιμούλα», πού ᾽χε τΆ ὄνομα τῆς μικρῆς μὲ τὰ ξανθὰ μαλλάκια.

Ἀλλὰ ἦρθε ἡ ὥρα του νὰ μπῆ κι αὐτὸ στὴν μπάντα κι ὁ γέρος ἄκουσε ἀπὸ τὸ γιό του ἕνα βράδυ, ἐκεῖ ποὺ καθότανε στὸν καφενὲ τοῦ Στανᾶ καὶ τραβοῦσε τὸ ναργιλέ του*, τὴν καταδίκη τοῦ μπρικιοῦ.

- Πατέρα, δὲν πάω πλιά. Εἶναι ντροπή. Ψέματα, μαθὲς θὰ σοῦ πῶ! Κάνει νερά! Καμιὰ ὥρα θὰ πᾶμε φοῦντο*.

- Ἄκου τὸ παιδί, καπετὰν Λιά, τοῦ φώναζαν οἱ ἄλλοι. Νὰ μὴν ἔχης,μαθές, πάει καλά. Μὰ τὸν ἔχεις, εὐλογημένε. Τὸν ἔχεις τὸν παρά. Ἡφκιάσε ἄλλο, ἢ ἄσΆ το νὰ πάη νὰ χαθῆ τὸ καρυδότσουφλο!

Ὁ γέρος ἄναψε, τινάχτηκε ἀπάνω, πέταξε τὸ μαρκούτσι*.

- Νὰ μὴ σᾶς τὸ πῶ τώρα!... Δὲν ξέρετε, μωρὲ ἐσεῖς! Δὲν ξέρετε τί εἶνΆ ἐκεῖ μέσα. Καὶ φωνάζοντας στὸ γιό του:

- Ἄιντε, μωρέ! τοῦ εἶπε, καὶ σὺ μὲ τοὺς ἄλλους θὰ πᾶς! μέσα στὰ φουγάρα θὰ χωθῆς! Καρβουνιάρης! Καρβουνιάρης θὰ γίνης καὶ σύ! Μὰ ἄκουσέ με˙ ἄκουσέ το καλά. Θέλω νὰ μοῦ τὸ δέσης ἐκεῖ ἐμπρὸς στὸ σπίτι! Θέλω νὰ τὸ βλέπω! Νὰ θυμᾶμαι τὰ νιάτα μου!

...Καὶ σκύβοντας στΆ αὐτὶ τοῦ γιοῦ του ἀπόσωσε τὸ λόγο του:

-...καὶ τὰ μαντηλοχαιρετίσματα τῆς μάνας σου καὶ τῆς ... Καὶ ὁ γέρος ἔκανε πὼς σκάλιζε τὸ ναργιλέ του, γιὰ νὰ κρύψη ἕνα δάκρυ, ποὺ κυλοῦσε στὸ ἡλιοκαμένο του πρόσωπο.

***

Καὶ το ἔδεσαν ἐκεῖ μπροστὰ στὴν ἀμμουδιά. Καὶ ὁ γέρος ἤθελε νὰ τὸ βλέπη ἀρματωμένο, ὅπως ἤτανε στὰ καλά του, μὲ τΆ ἅρματα*

201

καὶ τὰ ξάρτια του καὶ τὶς διπλές του ἄγκυρες, φρεσκοβαμμένο πάντα ὁλοπράσινο, μὲ τὴ μαύρη γραμμὴ ὁλόγυρα, μὲ τὴν παλιὰ Γοργόνα μπροστὰ καὶ μὲ τΆ ὄνομα γραμμένο πίσω μὲ μεγάλα ἄσπρα γράμματα:
«Τσιμούλα».


Καθισμένος στὸ μακρὺ χαγιάτι ἀγνάντευε τὸ ἀγαπημένο του καὶ τὸ καμάρωνε. Καὶ πότε κατέβαινε στὴν ἀμμουδιά, γιὰ νά ᾽ναι πλιὸ κοντά· καὶ μόνος του τότε καταμόναχος, μονολογοῦσε, λές, καὶ κρυφομιλοῦσε μαζί του.

Κι ὁ σκύλος ἀνεβασμένος στὴν πλώρη του γάβγιζε ἀπὸ μέσα χαρούμενα.

Κι ὅταν τὸ λιμάνι ἦταν ταραγμένο ἀπὸ φουσκοθαλασσιὰ καὶ τὰ κύματα χτυποῦσαν στὰ πλάγια τοῦ καραβιοῦ καὶ ξέσπαγαν στὰ βράχια ἢ στὴν ἀμμουδιὰ ραπίζοντας τὸ πρόσωπό του, θαρροῦσε, πὼς ἦταν κι αὐτὸς μέσα ὁ ἴδιος.

Ἀνασήκωνε ψηλὰ τὸ φέσι, τό ᾽χωνε ὡς τΆαὐτιά, σούφρωνε τὰ φρύδια καὶ ρουφοῦσε ἀχόρταγα τὸν ἁρμυρὸ ἀγέρα. Καὶ μὲ τὰ χέρια ἀνοικτά, σὰν νά ᾽θελε νΆ ἀγκαλιάση κάτι παλιὸ καὶ ξεχασμένο, ἐσηκώνετο ἀπὸ τὸ βραχάκι κι ἔκανε νὰ τραβήξη κι αὐτὸς δὲν ἤξερε ποῦ.

Μὰ τὰ πόδια του ἔτρεμαν. Τὰ ἑβδομήντα του χρόνια τὸν κάρφωναν στὸ χῶμα... Καὶ ξανάπεφτε πάλι χάμω, κεῖ ποὺ καθόταν μΆ ἕνα βαθὺ στεναγμό, σκουπίζοντας μὲ τὴν παλάμη του ἀνάποδα ἕνα δάκρυ, ποὺ κατέβαινε στὰ σουρωμένα του μάγουλα.

Ἀπὸ τὸν καφενὲ πέρα, ποὺ τὸν κοίταζαν, κουνώντας τὸ κεφάλι ἓλεγαν τὸ λόγο τους:

- Σὰν χαμένα, μωρὲς παιδιά, τά ᾽χει τώρα - τώρα ὁ καπετὰν Λιάς!...

***

Εἶχε ἀκουστῆ ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες, πὼς τὰ βαπόρια τῆς Ἑταιρείας εἶχαν κάνει γραμμή, γιὰ νὰ πιάσουν καὶ στὸ νησί. Ἦταν ἡ πρώτη φορά, ποὺ θὰ βλέπανε οἱ περισσότεροι αὐτὸ τὸ θαῦμα στὸν τόπο. Καὶ τὸ περιμένανε μὲ περιέργεια.

Ἐμεῖς τὰ παιδιὰ ἀνεβήκαμε ψηλὰ στὸ Σταυρὸ καὶ σκορπιστήκαμε ὁλόγυρα στοὺς βράχους κατὰ τὸ ἀνοιχτὸ πέλαγο. Θὰ τὸ βλέπαμε ἐμεῖς πρῶτα πρῶτα. Μέσα στὰ καφενεῖα καὶ στὰ καπηλειὰ ἄλλη κουβέντα δὲν γινότανε. Κι ὅλοι περίμεναν νὰ ἰδοῦν τὸ μεγάλο αὐτὸ θαλασσινὸ θηρίο, τὸ βαπόρι, ποὺ θά ᾽τρωγε τὰ καράβια μας καὶ θὰ ρήμαζε τὸ νησί μας.

Εἶχε ξημερώσει μΆ ἕνα ἀεράκι ἀπΆ τΆ ἀνοιχτά. Μὰ ἐμεῖς ξανοίξαμε ἐκεῖ μακριά, πολὺ μακριά, μιὰ μαύρη γραμμὴ στὸ πέλαγο. Προμήνυμα

202

φουρτούνας. Σὲ λίγη ὥρα ἡ θάλασσα ὅλη ἀφροκοποῦσε ταραγμένη.Τα κύμματα ἄγρια ἔσπαζαν κάτω στοὺς βράχους καὶ ὁ ἀγέρας ἔφερνε τοὺς ἀφροὺς άπάνω στὸ Σταυρό. Ὁ οὐρανὸς ὁλοενα σκοτεινιαζε.

Ὕστερα ἀκούστηκε μιὰ δυνατὴ βροντὴ πίσω ἀπὸ τὰ βουνὰ τοῦ νησιοῦ.Θάλασσα καὶ οὐρανὸ ἦταν τόσο σκοτεινιασμένα, που δεν ξεχώριζες καλὰ καλὰ οὔτε τὸ ἄνοιγμα τοῦ λιμανιοῦ.

Μέσα στὸ λιμάνι φωνὲς καὶ κακό. Λύναν τὶς γούμενες*, σφιχτοδέναν καὶ διπλοδέναν κι ἀσφάλιζαν διπλὰ καὶ τρίδιπλα βάρκες καὶ καΐκια. Μερικοὶ τὶς τραβοῦσαν ἔξω στὴν ἀμμουδιά.

Τὰ μεγάλα κομμάτια χοροπηδοῦσαν σὰν φρενιασμένα μέσα στο λιμάνι· ἔγερναν, τρακάριζαν καὶ ἀκουότανε τὸ τρίξιμο τῶν ξύλων. Τὰ ξεφωνητὰ τῶν γυναικῶν, τὰ γαβγίσματα τῶν σκύλων, τῶν παιδιῶν οἱ ἀλαλαγμοί, ἡ ὀχλοβοή καὶοἱ φωνές τῶν ναυτικῶν, κορύφωναν τὸ μούγκρισμα τῆς θάλασσας καὶ τοῦ ἀνέμου.

Ὁ καπετὰν Λιάς καθισμένος σὰν πάντα στὴν ἀμμουδιά, ἐπάνω στὸ μικρὸ βραχάκι σὰν σφικτοπιασμένος ἕνα μΆ αὐτό, ἔστρεψε τὰ μάτια τὰ μάτια του ἀνήσυχα στὴν ἀγαπημένη του «Τσιμούλα», ποὺ τὴν παράδερνε κι αὐτὴν ἡ φουρτούνα. Δεμένο μὲ δύο γουμενες, απΆ τὴ στεριά, μὲ διπλὲς ἄγκυρες τὸ μπρίκι μοναχό του καὶ ξεχωριστὸ απΆ τΆ ἄλλα χοροπηδοῦσε ἐκεῖ πέρα στὴν εἴσοδο τοῦ λιμανιοῦ.

Σὲ λίγο ἀστραπὲς καὶ βροντὲς ἄναψαν καὶ γιόμισαν τὴν ἀτμόσφαιρα.Και μια νεροποντὴ ἀπὸ πάνω σὰ, κατακλυσμὸς ξεσπασε ἄγρια γιὰ πολλὴν ὥρα.

***

Ἔξαφνα ἀκούστηκαν μακριὰ δύο τρία σφυρίγματα, το ἕνα ἀπάνω στὸ ἄλλο, βιαστηκὰ κι ὕστερα ἀπὸ λίγο φάνηκε μὲς στὴν καταχνιὰ στὸ ἄνοιγμα τοῦ λιμανιοῦ σαν κυνηγημένο πουλί, ὁρμητικὸ, σπρωχνόμενο ἀπὸ τὴν καταιγίδα, μισοσκεπασμένο άπΆ τὰ κύμματα κι ἀπὸ μαῦρο καπνό, σαν λαχανιασμένο σφυρίζοντας, σφυρίζοντας ἀδιάκοπα ἀπελπιστικὰ, τὸ πρῶτο βαπόρι ποὺ εἴδαμε στὸ νησί. Ἕνα μικρὸ κατάμαυρο τροχοφόρο*.

Τὴν ἵδια ὥρα, σΆ ὅλη ἐκείνη τὴν ἀντάρα, μιὰ φωνὴ σπαρακτικὴ άκούστηκε ἔξαφνα ἀπΆ τὴν ἄκρη τῆς άμμουδιᾶς. Ἦταν τοῦ καπεταν Λιᾶ. Ὁλόρθος, χωρὶς φόβο, μὲ γένια καὶ μαλλιὰ ἀνεμισμένα, μὲ τὰ χέρια τεντωμένα κατὰ κεῖθε ἀγριεμένος φώναζε δυνατὰ κατὰ τὸ μέρος

203

τοῦ βαποριοῦ:

- Ὄρτσα*, ὄρτσαααα!

Τοῦ κάκου ὅμως. Τὸ μικρὸ βαπόρι, ὅπως ἔμπαινε σὰν ἀλαφιασμένο ἀπὸ τὴ φουρτούνα, δὲν πρόφτασε νὰ κρατήση κι ἔπεσε ἐπάνω στὸ μπρίκι μὲ τὴν πλώρη ἀνάμεσα στὰ πλευρά του καὶ τὸ τράνταξε μ᾽ ἕνα κρὰκ καί, ὅπως ἦταν σάπιο καὶ ἀδυνατισμένο ἀπΆ τὴν πολυκαιρία,τὸ ἄνοιξε σὲ δύο. Τὰ κύματα πέρασαν ἀπὸ πάνω, τὸ βούλιαξαν καὶ σὲ λίγο δὲν φαινότανε παρὰ ἡ κορυφὴ τοῦ ἑνὸς καταρτιοῦ στὴ μέση στὸ λιμάνι.

***

Μὰ τὸ βαπόρι δὲν ἔκοψε μονάχα τὸ ἄτυχο μπρίκι στὴ μέση. Ἔκοψετὴν ἴδια στιγμὴ μαζὶ καὶ τὴ ζωὴ τοῦ καπετάνιου.

Ὁ καπετὰν Λιάς, ἅμα ἀντίκρισε τὸ θάνατο τοῦ καραβιοῦ του, σωιάστηκε καταγῆς.

Ὅταν τρέξαμε ὅλοι νὰ ἰδοῦμε, τὸν ηὕραμε ξαπλωμένο ἔξω ἔξω στΆ ἀκρογιάλι. Τὰ κύματα ἀφροκοποῦσαν κι ἕνα ἕνα ἀνεβοκατέβαιναν, σὰν νά ᾽θελαν νὰ τὸν καταπιοῦν.

Τὸν σήκωσαν ἐλαφρὰ καὶ τὸν ἔφεραν στὸ πρῶτο μαγαζί, σὲ μιὰ ταβέρνα. Τὸν ξάπλωσαν στὸ μεγάλο τραπέζι κι ἄρχισαννὰ τὸν τρίβουν μὲ ξίδι, γιὰ νὰ τὸν ξελιγοθυμίσουν. Ἄλλοι ἔτρεχαν νὰ φέρουν τὸν γιατρό.

Σὲ λίγο πρόφθασε κι ὁ γιός του τρομαγμένος, ἀλαλιασμένος. Γιὰ μιὰ στιγμὴ ὁ γέρος ἔδειξε σημεῖα ζωῆς. Ἄνοιξε τὰ μάτια του θολωμένα, μισοσβησμένα, καὶ τὰ στήλωσε ψηλά. Τὰ σαγόνια του ἔτρεμαν καὶ τὰ χείλη του ἀνάδευαν λόγια ἀσυνάρτητα, χωρὶς νόημα.

- Τὴν κατάρα μου!. μουρμούρισε... Ἔργα διαβολικά... Μοῦ τὸ βούλιαξαν... Δυὸ ψυχὲς ἐκεῖ μέσα... ἡ καπετάνισσα... καὶ ἡ μικρούλα μου.

Ὅπως τὸ εἶχαν ξεστηθωμένο, φαινόταν ἕνα μαῦρο πρᾶγμα σὰν χαϊμαλι, σὰν φυλαχτὸ περασμένο ἀπΆ τὸ λαιμὸ του κατάσαρκα, μὲ ἕνα κορδόνι πλγμένο ἀπὸ ξανθὲς τρίχες. Μὲ πολὺ κόπο ἔσυρε τὸ χέρι του στὸ χαϊμαλί, νεύοντας στὸ γιό του νὰ τὸ πάρη. Ὕστερα σήκωσε δυὸ τρεῖς φορὲς τὰ χέρια του στὸν ἀέρα, σὰν κάτι νὰ ζητοῦσε νὰ πιάση, μὰ ἔπεσαν πάλι ξερά. Ἀνοιγόκλεισε τὰ μάτια του καὶ τὰ ξανάκλεισε πάλι γιὰ πάντα˙ ἦταν νεκρός.

Ἀπὸ τὴν ἀνοιχτὴ πόρτα ἔμπαινε ὁ ἀγέρας σφυρίζοντας δαιμονισμένα καὶ τὰ παραθυρόφυλλα βροντοκοποῦσαν, ὅταν ἔξαφνα ὅρμησε μέσα


204

ἕνας σκύλος κατάμαυρος, βρεγμένος μούσκεμα, τινάχτηκε, ἄφησε ἕνα ἄγριο οὔρλιασμα, πήδησε στὸ τραπέζι ἐπάνω κι ἄρχισε νὰ γλείφη, σὰν νὰ φιλοῦσε, τὸ πρόσωπο καὶ τὰ χέρια τοῦ πεθαμένου, ἀνήσυχος, νευριασμένος.

Ξαναπήδησε κάτω, οὔρλιασε πάλι, χύμησε πάλι καὶ τὸν ξαναφιλοῦσε ἀφήνοντας κάτι φωνὲς σὰν κλάμα... Ἐδῶ τελείωσε τὴ διήγηση ὁ δάσκαλος.

- Ἀπὸ τότε τὸ μέρος ἐκεῖ τὸ λένε «τοῦ Θανατᾶ», μοῦ εἶπε.


«῾Ημερολόγιον Σκόκου», 1913

Ν. Πετιμεζᾶς - Λαύρας

ΠΗΓΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ http://www.scribd.com
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
http://educandus.blogspot.com/
 
ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΡΑΒΙΟΥ (διήγημα)
Επιστροφή στην κορυφή 
Σελίδα 1 από 1
 Παρόμοια θέματα
-

Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτήΔεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
HOMA EDUCANDUS :: ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ :: ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ-
Μετάβαση σε: