Οι μέρες αυτές είναι από μόνες τους - ως ημερομηνίες - ένα τεράστιο ψέμα...
Σήμερα Δευτέρα, τότε, το 1998, Σάββατο. 30 Μαΐου.
Κι ο Λιαντίνης επιστρέφει στην Αθήνα από τη Λιαντίνα.
Φτάνει σπίτι του και πριν καλά καλά παρκάρει ζητάει από τη γυναίκα του να πάρει τηλέφωνο τη γιαγιά - τη μητέρα του δηλαδή. Να της πει ότι έφτασε καλά!
Υποτίθεται ότι λίγες ώρα νωρίτερα της είχε αποκαλύψει τα σχέδιά του. Πως σκοπεύει να αυτοκτονήσει. Τι νόημα είχε λοιπόν το τηλεφώνημα πως έφτασε καλά; Για να βεβαιωθεί η γερόντισσα πως το σχέδιο αυτοκτονίας βαίνει καλώς;
Και το περίεργο είναι που δεν παίρνει μόνος του. Βάζει τη γυναίκα του να τηλεφωνήσει. Τέτοια εμπιστοσύνη πως η μητέρα του δε θα μαρτυρήσει έστω και με τη χροιά της φωνής της πως κάτι δεν πάει καλά;
Το γεγονός πάντως αποδεικνύει και κάτι άλλο. Πως μέχρι τη μέρα που ο Λιαντίνης εξαφανίστηκε οι δυο γυναίκες τα πήγαιναν καλά μεταξύ τους και τουλάχιστον επικοινωνούσαν η μια με την άλλη.
Τι στράβωσε μετά; Κανονικά η εξαφάνιση του Λιαντίνη θα έπρεπε να τις φέρει πιο κοντά. Κι όχι να τις αποξενώσει.
Έφταιξε που η μητέρα του Λιαντίνη απέκρυψε από τη νύφη της το μυστικό που γνώριζε; Και μόνο όταν έγινε γνωστή η εξαφάνιση αποκάλυψε πως ήξερε τι πάει να κάνει;
Ξέρω πως σε ένα τηλεφώνημα που ακολούθησε το φευγιό του Λιαντίνη, είπε στη νύφη της ότι τουλάχιστον ο γιος της δεν άφησε μικρά παιδιά.
Τι εννοούσε;
Πέρασε πολύς καιρός για να το μάθω. Την ιστορία της γιαγιάς Πολυτίμης. Που εκείνες τις μέρες του 98 την έβλεπα στα τελεβίζια και βούρκωνα.
Παιδούλα ήταν ακόμη που και ο πατέρας της εξαφανίστηκε μυστηριωδώς. Και πέρασαν δεκαετίες μέχρι να γυρίσει πίσω στο χωριό του. Στα χρόνια της απουσίας του δεν έστειλε ούτε γράμμα στην οικογένειά του. Μια πολυμελή οικογένεια που έχασε τον προστάτη της και αναγκάστηκε να τα βγάλει πέρα με πολλές δυσκολίες.
Τρία αγόρια και ένα κοριτσάκι, η Πολυτίμη, η μητέρα του Λιαντίνη. Και στο κέντρο η γιαγιά του.
Ο Λιαντίνης το γνωρίζει. Μάλιστα στις Ώρες των Άστρων υπάρχει ένα ποίημα με ευθεία αναφορά στο θέμα. Ή μάλλον δύο ποιήματα αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς. Το ένα στη σελίδα 74, το άλλο στην 90.
Είναι όμως δύο όσο και ο Ύμνος στο Δία. Δηλαδή το ένα αποτελεί παραλλαγή του άλλου.
Από τη σελίδα 90, με τίτλο
ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ παραθέτω χαρακτηριστικά απόσπασματα - αν και χαρακτηριστικός είναι και ο τίτλος:
"Στο αρχαίο κηροπήγι το κερί
φλόγα και χελιδόνι
τα φτερά δριμώνει
προσδοκία σφαγερή."
Προσδοκία για ποιο πράγμα; Λίγο παρακάτω ο ποιητής θα εστιάσει στη μάνα της οικογένειας και του σπιτιού που από τον πρώτο στίχο μας αποκαλύπτει ότι το ξεχάσαν οι ανέμοι:
"Στη σιωπή της δέετ' η μάνα
με της γης τον αρχέγονο οχό
βαθειά στον ουρανό
κοσμογέννα χτυπάει καμπάνα."
Και από τη σελίδα 74, που αρχίζει με τον ίδιο ακριβώς στίχο, για το σπίτι που το ξεχάσαν οι ανέμοι, μα από την επιγραφή του απουσιάζει πλέον η απελπισιά:
"Γένια που μοσχοβολούν σταφύλι
έξι χέρια τρυφερά χαϊδεύουν
κι όλοι οι φόβοι φεύγουν
τους αλέθουν μύλοι."
Εδώ απουσιάζει όχι μόνο η απελπισιά μα και η μάνα. Αλλά και το κερί στο αρχαίο κηροπήγιο με τη σφαγερή προσδοκία. Τη θέση του πια έχει πάρει το λυχνάρι:
"Χέρι ζυμωμένο στο θυμάρι
διώχνει το κακό στην καμινάδα
μια κρυφή ημεράδα
φέγγει στο λυχνάρι."
Ποιο είναι το χέρι που διώχνει το κακό; Και ποιανού τα γένια που ακολουθούν και μοσχοβολούν σταφύλι; Αλλά και ποια τα έξι χέρια που χαϊδεύουν τρυφερά;
Η φωτογραφία δίνει την εξήγηση. Καθώς και η πληροφορία πως μετά την εξαφάνιση του παππού του Λιαντίνη, ο μεγάλος του γιος έγινε παπάς και στήριγμα για τα τρία μικρότερα αδέρφια του. Το δικό του χέρι, που κρατά θυμιατό, και τα δικά του γένια που αγγίζουν το "σώμα και αίμα" σκεπάζουν πλέον τρυφερά την οικογένεια.
Οι μνήμες αυτές δε σβήνουν από το μυαλό της γιαγιάς Πολυτίμης. Της εγκατάλειψης από τον πατέρα. Κι αυθόρμητα δικαιολογεί το γιο της που κι εκείνος εγκατέλειψε την οικογένειά του. Και πολλές δεκαετίες μετά τον παππού του. Πως τουλάχιστον εκείνος δεν άφησε μικρά παιδιά!
Η γιαγιά Πολυτίμη όμως δε θα πει λέξη για την ιστορία αυτή του πατέρα της στους δημοσιογράφους. Και τίποτε φυσικά δε θα βγει στη δημοσιότητα πως ο Λιαντίνης με την εξαφάνισή του μοιάζει να αντιγράφει τον παππού του. Μα κανενός δεν πέρασε από το νου η ολοφάνερη ομοιότητα;
Κι όμως μια κάρτα από την ξαδέρφη του Λιαντίνη αποδεικνύει πως η οικογένεια θυμάται καλά την παλιά ιστορία. Μια κάρτα που περιγράφει το γυρισμό του ξενιτεμένου. Πολύ πιο δραματικά από τον άλλο γυρισμό που ύμνησε ο Σεφέρης.
Γι' αυτό και λέω πως τούτες οι μέρες μας φέρνουν στο νου και τα ψέματα και τις μισές αλήθειες και πολλά που θάφτηκαν τελείως.
Αλλά και αναγκάζουν σε απορίες. Πώς ο Λιαντίνης επιβάλλει στην οικογένειά του εκείνο που ξέρει καλά ότι πόνεσε αφόρητα την οικογένεια της μητέρας του; Τον δικαιολογεί πραγματικά το γεγονός πως η δική του κόρη είναι πια 24 ετών; Ή έστω, όπως είπαν οι φίλοι του, ότι το κορίτσι δεν ήταν πια μόνο του και είχε παντρευτεί;
Κάποτε, η Νικολίτσα Λιαντίνη, που μιλούσαμε για το Στέφανο, το αγέννητο παιδί της, που χάθηκε μόλις στον 4ο μήνα της κύησης, Δεκαπενταύγουστο του 79, μοιράστηκε μαζί μου τον προβληματισμό της. Πιθανόν επηρεασμένη κι από την κουβέντα της πεθεράς της. Αν είχε γεννηθεί ο Στέφανος, θα έφευγε ο Λιαντίνης το 98; Θα τον άφηνε σε τόσο νεαρή ηλικία;
Ερώτηση που μόνο με υποθέσεις μπορεί να απαντηθεί.
Αντίθετα μια άλλη απάντηση δίνεται από τις στροφές των ποιημάτων που αναφέραμε πριν. Κι από τα γένια που χαϊδεύαν τα 6 χεράκια. Και τη μάνα που πλέον δεν υπάρχει εκεί να δέεται στη σιωπή. Εκείνος ο παππούς όταν έφυγε άφησε πίσω του τρία αγόρια. Ο Λιαντίνης τι άφησε πίσω του; Δυο γυναίκες και το γαμπρό του. Ίσως για τούτο τον αναφέρει και στο τελευταίο του γράμμα προς την κόρη του. Φεύγει εκείνος, που ήταν ο στύλος του σπιτιού, μα το σπίτι δε μένει χωρίς άντρα.
Όμως άλλο γαμπρός και άλλο γιος.
Και τελικά εκείνο που έμεινε, σαν προφητεία που δικαιώθηκε, ήταν το άλλο ποίημα του Λιαντίνη, το αφιερωμένο στη γυναίκα του, στη Λου του όπως γράφει, σελ. 71 - Ώρες των Άστρων:
"Τις νύχτες κλαίει η Ανδρομάχη
μες το παλάτι μόνη
τις νύχτες με τ'αηδόνι
κι είναι η σιωπή μεγάλη μάχη."
Νάτη και πάλι η σιωπή. Κι ας είναι σπίτι - παλάτι. Η σιωπή δε νογάει από παλάτια. Και ο Λιαντίνης το γνωρίζει καλά. Γνωρίζει για τη μεγάλη μάχη που δίνει με τη σιωπή εκείνος που μένει πίσω. Γνωρίζει και για τη σφαγερή προσδοκία:
"Απόμειναν στην άσπιλη την κλίνη
τα μάτια τα γραμμένα
αγνάντια στυλωμένα.
απόμεινε μια λύπη μες στη μνήμη."
Εκείνος που δε γνωρίζει τίποτε για όλα αυτά είναι ο δημοσιογράφος Δημήτρης Αλικάκος που καταπιάστηκε να γράψει βιβλίο για το Λιαντίνη. Αφενός γιατί όταν εκείνος γράφει το βιβλίο του δεν έχουν εκδοθεί οι Ώρες των Άστρων. Αφετέρου γιατί μάλλον κανείς δε φρόντισε να τον ενημερώσει για την παλιά ιστορία του παππού. Αυτό τουλάχιστον συμπεραίνουμε από την απουσία κάθε αναφοράς του θέματος στο βιβλίο του.
Αλλιώς αν είχαν τα πράγματα ίσως και να είχε προσέξει το προλόγισμα στο ποίημα για την Ανδρομάχη:
Masturbabantur phrygii post ostia servi,
ηectoreo quotiens sederat uxor equo.
Martialis
Το ίδιο ακριβώς που ο Λιαντίνης αναφέρει και στο προτελευταίο βιβλίο του, στα Ελληνικά:
- Παράθεση :
- Δημήτρης Λιαντίνης, Τα Ελληνικά (σελ. 130):
"Στο πώς ο ελληνικός πεσσιμισμός έγινε τέχνη, το εικονίζει κυρίως η αττική τραγωδία. Στην αττική τραγωδία η γνώση της μελαγχολίας και η ορμή για λύτρωση συγκεράστηκαν στην τέλεια κράση.
Παρόμοιο συναπάντημα τελειότητας, σε άλλο επίπεδο, ο λατίνος ποιητής Μαρτιάλης το 'βρισκε στην ερωτική σμίξη του Έκτορα και της Ανδρομάχης.
Ο Έκτορας και η Ανδρομάχη ήταν, έλεγε, το πιο τέλειο ερωτικό ζευγάρι του αρχαίου κόσμου, γιατί έκλεινε τις κατηγορίες του ποσού και του ποιού, ολόκληρες και ακραίες. Τη νεότητα, την εμορφιά, τη δράση, την απειλή, την καθαρότητα, το θάνατο.
Και ο τρόπος μάλιστα που παράστησε το ερωτικό σμίξιμο του Έκτορα και της Ανδρομάχης ο Μαρτιάλης είναι φυτουργικός. Φυτουργικός με την έννοια ότι καθιέρωσε στην ιστορία της ερωτικής τέχνης τη λεγόμενη "ιππαστί στάση". Μια επίνοια της τρυφερής συζύγου σφόδρα αγαπητική, γιατί λογάριαζε την καθημερινή καταπόνηση του ατρόμητου πολεμιστή:
Masturbabantur phrygii post ostia servi,
Ηectoreo quotiens sederat uxor equo.
(Λαγνοβοούν πίσω απ' την πόρτα οι φρυγικοί υπηρέτες
τις νύχτες που η σύνευνη ιππεύει το εκτόρειο άλογο)."
Λίγο πιο πάνω στα Ελληνικά, μόλις δυο γραμμές πριν, διαβάζουμε τη φράση του Νίτσε:
"Έχουμε την τέχνη για να μη μας συντρίψει η αλήθεια."
Και το σχόλιο του Λιαντίνη: Πως η φράση αυτή αποτελεί την τέλεια ανατομία της συμπεριφοράς των ελλήνων που γέννησε την τέχνη τους.
Και μεις έχουμε τα ποιήματα του Λιαντίνη. Έχουμε όμως και το εργαλείο που πίσω από την ποίηση του θα ανακαλύψει τις κρυμμένες αλήθειες; Και θα εντοπίσει πώς γεννήθηκε η τέχνη του; Αν ναι, τότε και μόνο μπορούμε να κατανοήσουμε τη συμπεριφορά του Λιαντίνη. Κι αυτήν την ασύλληπτη υπόθεση της βιογραφίας του αληθινού ποιητή, όπως έγραψε ο ίδιος.
Το κακό όμως δεν είναι που δεν έχουμε το εργαλείο. Αλλά που υπάρχουν άνθρωποι που παριστάνουν ότι νοιάζονται για το Λιαντίνη κι όμως εξακολουθούν να έχουν κρεμασμένο στο διαδίκτυο άρθρο με τον τίτλο: Η απάτη με τις Ώρες των Άστρων.
Κι ας είναι - όπως αποδείξαμε παραπάνω - ένας αληθινός θησαυρός το βιβλίο αυτό για την αποκωδικοποίηση του Λιαντίνη. Για τη βαθύτερη γνωριμία μαζί του.
Άνθρωποι που θεωρούν ότι η έκδοση του βιβλίου αυτού ήταν πολύ βιαστική. Και πως έγινε ως απάντηση στην έκδοση δυο μήνες νωρίτερα του βιβλίου του κ. Αλικάκου.
Πόσο βιαστική μπορεί να είναι η έκδοση ποιημάτων που ο Λιαντίνης άφησε στη γυναίκα του πριν φύγει και εκείνη τα εξέδωσε οκτώ χρόνια αργότερα; Πόσο ακόμη θα έπρεπε να τα κρατά κλεισμένα στο συρτάρι;
Και δείτε πόση υποτίμηση κρύβουν τα λόγια αυτών των ανθρώπων προς το Λιαντίνη. Από τη μια θεωρούν βιαστική την έκδοση των ποιημάτων κι από την άλλη έχουν γεμίσει το διαδίκτυο με βίντεο από ομιλίες του Λιαντίνη. Να τον βλέπει ακόμη και η κυρα - Κατίνα της γειτονιάς πόσο μαγικά κουνούσε τα χέρια του όταν μιλούσε και να λαγνοβοά γοητευμένη... Τι άνθρωπος σου λέει! Και τι μέταλλο η φωνή του!
Τα ποιήματα; Τι αξία σου λένε έχουν τα ποιήματα; Ας τα άφηνε επιτέλους η Νικολίτσα να τα τρώει η σκόνη. Γιατί να τα φέρει στο φως;
Και είναι και το άλλο. Το χειρότερο. Που δένουν το όνομα του Λιαντίνη με τη λέξη απάτη. Γιατί δικό του έργο είναι οι ΩΡΕΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ. Κι όμως εκείνοι γράφουν: Η απάτη με τις Ώρες των Άστρων!!!!!!!!! Έστω και αν στην ουσία τους φταίει η γυναίκα του Λιαντίνη κι εκείνη καταφανώς θέλουν με το άρθρο τους να πλήξουν. Ο τίτλος όμως πλήττει τελικά τον ίδιο το Λιαντίνη. Που υποτίθεται λατρεύουν!
αλλά είδωλον ην...
Κι εκείνοι ειδωλολάτρες. Κάποτε οι άνθρωποι φτιάχναν αγάλματα ειδώλων. Σήμερα φτιάχνουν βίντεο. Η εξέλιξη γαρ. Από τη θεσπέσια μεν αλλά θλιβερά ακίνητη Αθηνά του Φειδία στα βίντεο με το Λιαντίνη που και μιλάει και κουνάει τα χέρια του. Κατά τα άλλα όμως απόλυτη ομοιότητα. Θεοποίησης του ειδώλου.
Κι απορώ. Δε θα ανοίξουν ποτέ τα μάτια τους; 13 χρόνια συμπληρώνονται μεθαύριο από την εξαφάνιση του Λιαντίνη. Πότε επιτέλους θα καταλάβουν την απάτη με το είδωλο; Το ψεύτικο άγαλμα που ντύθηκε τη μορφή του Λιαντίνη; Για να μπορεί ο κάθε αργόσχολος του διαδικτύου να μασουλάει το απογευματινό του καρπουζάκι και να βλέπει και ολίγον Λιαντίνη; Κατά πως ο ναρκομανής σνιφάρει τη δόση του;
Ο άλλος Λιαντίνης άδικα φωνάζει για το άγιο Πρωτότυπο. Πού να βρεθεί καιρός να διαβάσει ο κανείς βιβλία;
Κι άσε και το άλλο που τους ταλανίζει το μυαλό. Πως τα λεφτά από τις πωλήσεις των βιβλίων του Λιαντίνη τα καρπώνεται (έτσι ακριβώς γράφουν) η Νικολίτσα!!!!!! Εκδίκηση λοιπόν. Δεν αγοράζουν βιβλία του Λιαντίνη. Βλέπουν βίντεο που είναι και τζάμπα. Λέξη φυσικά για την άλλη απάτη. Να κρεμούν στο διαδίκτυο βίντεο που δεν τους ανήκουν. Που προστατεύονται αφού περιέχουν ομιλίες του Λιαντίνη από το νόμο περί πνευματικών δικαιωμάτων. Και που βεβαίως δεν τους ανήκουν.
Όπως επίσης δεν έχουν το δικαίωμα να μεταφράζουν διαλέξεις του Λιαντίνη. Όπως το έκαμαν με τη Φιλοσοφική Θεώρηση του Θανάτου. Και να κρεμούν τη μετάφραση κι αυτή στο διαδίκτυο. Και παραδίπλα τα εξώφυλλα βιβλίων που έγραψαν άλλοι για το Λιαντίνη. Ένα θλιβερό σκηνικό που μετατρέπει τις ομιλίες του Λιαντίνη σε διαφήμιση και φόντο για την προβολή βιβλίων άλλων. Την ίδια ώρα που τα ποιήματα του ίδιου του Λιαντίνη όχι μόνο τα συνδέουν με απάτη αλλά και αποφεύγουν να τα παρουσιάσουν μαζί με το υπόλοιπο έργο του.
Γι' αυτό σου λέω. Τούτες οι μέρες από μόνες τους πονάνε. Τον ίδιο πόνο που ένιωσε ο Ιησούς. Τότε που μπήκε στο ναό και ύψωσε φραγγέλιο.
Καλά εκείνος έφυγε νωρίς. Εμείς όμως γιατί έπρεπε να ζήσουμε όλα αυτά; Η απουσία δεν αρκούσε;
Και πάλι θα πονούσαμε τέτοιες μέρες.
Όπως μόνοι εκείνοι που γνώρισαν έναν άνθρωπο μπορούν να πονέσουν από την απουσία του.
Κι όπως δεν μπορούν να νιώσουν καν την απουσία όσοι δεν τον συνάντησαν ποτέ.
Ο δικός τους καημός είναι άλλης μορφής. Που δεν πρόκαμαν να τον γνωρίσουν.
Κατανοητός. Ο καημός τους.
Ακατανόητη η ζήλια και η οργή τους για τους άλλους. Που έζησαν από κοντά το Λιαντίνη.
Κι όσο πιο κοντά, τόσο μεγαλύτερη και η ζήλια και η οργή. Των ζηλωτών...
Κάποτε, και να το γνωρίζεις, ένας νηφάλιος μελετητής θα σκύψει πάνω από το έργο του Λιαντίνη. Τότε που δε θα υπάρχει κανείς μας εδώ. Και η εμπάθεια των προσώπων θα παραχωρήσει τη θέση της στο έργο που ο καθένας θα αφήσει πίσω του. Αυτό θα τον δικάσει στο μεγάλο δικαστήριο του Χρόνου.
Και θα αναρωτηθεί κι εκείνος. Δεν έφτανε ο χαμός του Λιαντίνη για το σπίτι του;
Δεν τους αρκούσε αυτός ο Γολγοθάς; Για να πονούν όχι μόνο τέτοιες μέρες μα κάθε μέρα;
Όλα τα υπόλοιπα ποιος θεός ή ποιος δαίμων τα σκαρφίστηκε; Και για ποιο λόγο;
Και τότε τα μικρά κομματάκια της αλήθειας, αυτά τα ίδια που μάζευε και ο Σεφέρης, θα βρούνε τη θέση τους στο γιγαντιαίο παζλ.
Η γραφίδα του ερευνητή θα υψωθεί και θα χτυπήσει το μεγάλο γκονγκ μια λέξη μόνο:
ΔΙΚΑΙΩΣΗ!