Μην ψάχνεις τι πάει να πει ο τίτλος. Έξι το πρωί είναι. Φυσάει του σκοτωμού. Και μέσα και έξω. Δες λοιπόν τις φωτογραφίες. Μόλις χτεσινές. Από την Πέρδικα. Το Καραβοστάσι. Και στο βάθος το έρμο το Δυμόκαστρο...
- Παράθεση :
- http://odysseus.culture.gr/h/3/gh351.jsp?obj_id=5994
Ο αρχαιολογικός χώρος του Δυμοκάστρου (ή Ελλημο-/Ελληνοκάστρου) βρίσκεται σε λόφο νότια του όρμου Καραβοστάσι της Κοινότητας Πέρδικας του Νομού Θεσπρωτίας. Πρόκειται για τειχισμένο παράλιο οικισμό, ο οποίος ταυτίζεται με την αρχαία Ελίνα, που αναφέρεται σε μολύβδινη επιγραφή από τη Δωδώνη. Το όνομα είναι παράγωγο του εθνικού ονόματος Ελινοί, γνωστού από το Στέφανο Βυζάντιο θεσπρωτικού φύλου, το οποίο θεωρείται ότι κατοικούσε στην περιοχή Μαργαριτίου - Δυμοκάστρου.
Ο τειχισμένος οικισμός δημιουργείται κατά την περίοδο των ύστερων κλασικών χρόνων. Το μεγαλύτερο μέρος των τειχών χτίστηκε κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα (περίμετρος 2.000 μ.), συγχρόνως με αυτά των μεγαλύτερων αρχαίων οικισμών της Θεσπρωτίας, της Ελέας (Βέλιανη), της Γιτάνης και της Φανοτής (Ντόλιανης). Την περίοδο αυτή η έκταση του οχυρωμένου οικισμού ήταν εβδομήντα περίπου στρέμματα.
Κατά την ελληνιστική εποχή, η οχύρωση επεκτείνεται προς τα δυτικά, περικλείοντας συνολική έκταση εκατόν πενήντα περίπου στρεμμάτων και καταλήγοντας στην ακτή, σε ένα αρκετά ασφαλισμένο μικρό λιμάνι, τη Σκάλα Ελληνικού, επιβεβαιώνοντας έτσι την ανάπτυξη του οικισμού κατά τον 3ο και 2ο αι. π.Χ. Ο πληθυσμός της πόλης την περίοδο της ακμής της υπολογίζεται ότι έφτανε τους 6.000 κατοίκους.
H θέση του οχυρωμένου οικισμού είναι εξαιρετική, δίπλα στον όρμο Καραβοστάσι, ο οποίος στην αρχαιότητα θα πρέπει να εισχωρούσε βαθύτερα στον κάμπο, δημιουργώντας ένα μεγάλο φυσικό λιμάνι, όπως δηλώνει και το νεότερο όνομά του. Από τον ίδιο τον οικισμό, ο οποίος φαίνεται να ήταν στραμμένος προς τη θάλασσα, έχει κανείς εξαιρετική θέα προς το νότιο τμήμα της Κέρκυρας, τους Παξούς, τους Αντίπαξους και τη Λευκάδα.
Από το καλοκαίρι του 2000, μετά τον εντοπισμό τριών λαθρανασκαφών στο υψηλότερο σημείο της οχύρωσης ξεκίνησε σωστική ανασκαφή στον αρχαίο οικισμό. Η έρευνα αυτή συνεχίστηκε τα έτη 2001 ~ 2002 και οδήγησε στη μερική αποκάλυψη κάποιων -ήδη από πριν εν μέρει ορατών- κτιρίων, απέδωσε δε σημαντικά κινητά ευρήματα. Σύμφωνα με τα πρώτα πορίσματα της έρευνας αυτής, διαπιστώνεται ότι η κατοίκηση της ακρόπολης συνεχίζεται και μετά την καταστροφή από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ., κατά τον 1ο αι. π.Χ. ή και αργότερα, οπότε στο εσωτερικό ενός από τα κτίρια κατασκευάζεται μεγάλη υδατοδεξαμενή.
Συντάκτης
Λάζου Θεοδώρα / Κασσιανή Λάζαρη / Τζωρτζάτου Αντωνία, Ιστορικός ΛΒ΄ ΕΠΚΑ / Αρχαιολόγος ΛΒ΄ ΕΠΚΑ / Επί συμβάσει αρχαιολόγος ΛΒ΄ ΕΠΚΑ
Τώρα εδώ στα πέριξ πρόκειται λέει να περάσει ο αγωγός Φυσικού Αερίου!
Διότι η Ελλάς οφείλει να γίνει ανταγωνιστική.
Μη ρωτάς, είναι σου λέω και η ώρα των λύκων, και φυσάει από το πέλαγος με όλα τα δαιμόνια και τα τελώνια ξαμολυμένα, μη ρωτάς ποιος το είπε, την παπαριά για μια τέτοια ανάπτυξη!!!!!!!! και μην αναρωτιέσαι ποιος θα ξαναγράψει το Homo Paparius....
Οι έλληνες υπάρχουν, σου λέω! Στον τάφο; Στον τάφο! Και οι σπόροι στην κρύα αγκαλιά της γης είναι ακόμη. Και έκανε κρύο αβάσταχτο χτες στην παραλία της Πέρδικας. Που πήγα να μετρήσω των μορίων μας την έκταση. Να έχω να γράφω...
Να, στην κορυφή αυτού του λόφου είναι το Δυμόκαστρο. Ό,τι απέμεινε μετά τις ΤΡΕΙΣ λαθρανασκαφές!!!!!!!! Που μου βγαίνουν τώρα και κλαίγονται για τους λαθρομετανάστες. Πού μωρέ; Στη χώρα που ανθίζουν όλα τα λάθρα; Και δεν προλαβαίνουν εδώ οι φουκαράδες οι μπάτσοι να πιάνουν φορτία με χασίσια.... Δεν προλαβαίνουν, λένε, να τα βάλουν και με τα φουκαριάρικα τα ανθρωπάκια. Που έχουν κατασκηνώσει στο λιμάνι.
Εκεί είναι και απόψε. Έξω. Κάτω από τη γέφυρα. Σε γιαπιά. Σε παραπήγματα στο δασάκι. Και φυσάει και κάνει κρύο και άρχισε και η βροχή. Μα δεν μπορεί να ξεπλύνει τα εγκλήματα. Και δαιμονίζονται οι μέσα λύκοι του ανθρώπου. Είναι κι αυτός ο αέρας που σφυρίζει παράλογα απόψε...
Που λες εδώ, στο Καραβοστάσι της Πέρδικας, τα καλοκαίρια σκάζουν μύτη όλα τα λεφούσια των βαρβάρων. Πήζει η παραλία στην ομπρέλα και στην ...απλώστρα των τσίτσιδων και των κοιλαράδων.
Τώρα, δες. Η φύση παίρνει την εκδίκησή της. Σκάφτει την άμμο και περνάει το ποτάμι. Να ξεπλύνει τη μπόχα και τη δυσωδία... Νομίζουν οι ανόητοι που πατάνε την ξερή του κοίτη τα καλοκαίρια πως τέρμα, το νικήσανε. Αμ, δε... Όσο νικήσανε και τούτο το λαό και θαρρούν τον έβαλαν στο ντουλάπι.
Περίμενε, σου λέω, και θα δεις. Ατάκα του Λιαντίνη που δε θα τη βρεις στο Homo Educandus. Μόνο στην καρδιά εκείνων που τον γνώρισαν. Παρακαταθήκη να τη μολογούν στον εαυτό τους πρώτα και μετά σε όποιον άλλο καταφέρνει σε τέτοιους καιρούς να σκύβει στις σελίδες του Λιαντίνη και να μελετάει. Α, μεγάλη χαρά μου έδωσες, φίλε, που μελετάς ειδικά το Homo Educandus! Τα λέει όλα εκεί. Για το πώς θα ξαναβλαστήσει η γη μας έλληνες!
Και είναι που λες εδώ το Δυμόκαστρο. Από το διδυμόκαστρο... Και η αρχαία Ελίνα είναι και το το Ελληνόκαστρο...
Και έχει αμμούδα μεγάλη. Να παίρνεις γραφίδα από θαλασσόξυλο και σουραύλι από τις καλαμιές του Παραμυθιώτη... ναι, Παραμυθιώτης λέγεται το ποταμάκι ... και το παραμύθι της φυλής να πιάνεις από την αρχή. Και τις παπαριές τους να γράφεις εκεί που δε χρειάζεται μελάνι...
Ποταμέ! Τζάνεμ’ ποταμέ μου! Ποταμέ!
Ποταμέ μου όταν γεμίζεις και βαρείς και κυματίζεις
Πάρε με! Τζάνεμ’ ποταμέ μου! Πάρε με!
Πάρε με στα κύματά σου, στα ζερβογυρίσματά σου
Να με πας! Τζάνεμ’ ποταμέ μου! Να με πας
Να με πας στη Δύση Δύση, μες στ’ Αλή πασά τη βρύση
Που ‘ρχονται! Τζάνεμ’ ποταμέ μου! Που ‘ρχονται
που ‘ρχονται ξανθιές και πλένουν, μαυρομάτες και λευκαίνουν
Που ‘ρχονται! Τζάνεμ’ ποταμέ μου! Που ‘ρχονται
που ‘ρχονται και κοριτσάκια και λευκαίνουν τα πανάκια
Να ‘ρχεται! Τζάνεμ’ ποταμέ μου! Να ‘ρχεται
να ‘ρχεται κι η αδερφή μου, να μου πλένει το μαντήλι
με τα δάκρυα που χύνει.
Και άνοιξε και τη Γκέμμα. Στο ΕΔΩ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ... σελ. 157. Να ακούσεις κι εκεί το τραγούδι του ποταμού. Δια χειρός Λιαντίνη. Που πριν ακόμη σκεφτεί το "Λιαντίνης", ήθελε λέει να λάβει το όνομα "Ποταμίτης". Αυτός ο άνεμος και ο ποταμός... κατά
τις τελευταίες του γραφές...
Και σκούζει απόψε και ο άνεμος. Και λέει παραμύθια. Τούτη την ώρα που νύχτα δεν είναι πια. Και μέρα ακόμη δεν έγινε. Στο λυκαυγές που χαράζει τις άκρες του ουρανού μας. Και παραγγέλνει:
- Παράθεση :
- [...]πέστε να πάψουν επάνω οι φωνές των γυναικών. Και σταματήστε τα δάκρυα για τον Ορέστη. Γιατί κάπου βαθιά στον καθένα μας υπάρχουν κρυμμένοι οι έλληνες. Και περιμένουν.
Τό `δειξε ο Θοδωράκης και ο Σολωμός. Τό 'δειξε ο Καποδίστριας και η Λιογέννητη. Τό `δειξε το Δώδεκα δεκατρία και ο Τρικούπης. Τό `δειξε ο Γοργοπόταμος, ο Καβάφης, και το ύψωμα 731 κοντά στο Βεράτι.
Έλληνες θα ειπεί δύο και δύο τέσσερα στη γη. Όχι δύο και δύο είκοσι δύο στον ουρανό.
Έλληνες θα ειπεί να τελείς στους νεκρούς τις χοές της Ηλέκτρας. Όχι κεριά στους νεκρόλακκους, και δηνάρια στο σακούλι του τουρκόπαπα.
Έλληνες θα ειπεί να προσκυνάς τακτικά στους Δελφούς το γνώθι σαυτόν. Όχι να κάνεις την εξομολόγηση στους αγράμματους πνευματικούς και στους μαύρους ψυχοσώστες.[...]
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ, ΓΚΕΜΜΑ, κεφ. ΕΛΛΗΝΟΕΛΛΗΝΑΣ
Άλλος στους Δελφούς και άλλους στις παραλίες της Ηπείρου. Ο καθείς όπου του γράφτηκε να έχει πατρίδα και σημείο αναφοράς. Για τις προσευχές του και τα κρυφά του συνομιλήματα...
Ήταν που λες εκείνοι οι άνθρωποι προχτές το βράδυ. Σε μια αίθουσα που βρώμαγε πετρέλαιο. Ακόμη και στα δικά μου ρουθούνια που τα έχει κάψει η νικοτίνη. Βρώμαγε σου λέω εκεί μέσα. Κι αυτοί μέσα στο χαμό και στο κακό όλο το μόνο που γνοιάζονταν ήταν να βάλουν μόρια! Τόσα στο Σούλι. Τόσα στα Σύβοτα. Τόσα στη Σαγιάδα. Τόσα και στην Πέρδικα.
Να μπορούν οι δάσκαλοι του καιρού μας να μοριοδοτούνται. Και να γεμίζουν το σακούλι μόρια!
Και να μπορεί και ο κυρ Δημητράκης, στα κεντρικά συμβούλια, να τους δίνει απόσπαση και μετάθεση.
Εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτοί τα μόρια!!!!!!!
Και να έχεις και το Λιαντίνη να σου λέει να μην κατηγορείς τους δασκάλους. Πως εντολές εκτελούν. Δε φταίνε, λέει, οι δάσκαλοι.
Τους δασκάλους, ναι. Τους συνδικαλιστικοπατέρες; Και ειδικά το σινάφι του κυρ Δημητράκη; Που φέρανε τον κλάδο μας στο ναδίρ;
Κι έχει νομίζω δίκιο ο λαός μας. Να λέει: Ουδείς μωρότερος των ιατρών αν δεν υπήρχαν οι δάσκαλοι. Αλλιώς δε θα αφήνανε τον κυρ Δημητράκη και την παρέα του να σουλατσάρουν τα μόριά τους.
Μα ο Καραΐσκος πέθανε. Ο Λιαντίνης πάει. Κι εκείνος ο Οδυσσέας, ο άντρακλας, ο πελαγίσιος, ο αρχιδαράς, βολεύτηκε στην Ιθάκη του και μας ξέχασε... Κι από άντρες αληθινούς, με μήδεα λαχνήεντα, φτάσαμε σε τούτους που μετράνε τα μόρια με τα μολύβια...
Και θου κύριε φυλακή τω στόματί μου. Να μην ανακράξω, αν και γυναίκα, την τελευταία την κραυγή του Καραϊσκάκη...
Ας μείνω τουλάχιστον στης Πέρδικας τα μόρια... και παρά θιν' αλός ατρυγέτοιο...