Η φίλη μου η Θαλασσινή έγινε λέει ναυτικός
κυνηγώντας την Αλισάχνη . Να τη βρει, να την ανακαλύψει. Να τη γευτεί!
Την αλός άχνη. Που αναφέρει ο Όμηρος. Και στην Οδύσσεια και στην Ιλιάδα. Ένα εύθρυπτο στρώμα αλατιού που μένει στα κοιλώματα των βράχων όταν εξατμίζεται το θαλασσινό νερό. Αυτή είναι η αλισάχνη, λένε τα βιβλία.
Εγώ όμως θα συμφωνήσω με τη Θαλασσινή. Που η Αλισάχνη της φέρνει στο νου νεραϊδούλες και άλλες μαγικές δυνάμεις. Εξάλλου χτες είχα την τιμητική μου. Ραντεβού με την Αλισάχνη. Και μάλιστα τη βουνίσια!
Και να πώς έχουν ακριβώς τα πράγματα:
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ
BLOG HOMA EDUCANDUSΚαι ξαφνικά στη στροφή το είδα. Το άσπρο σύννεφο στην όχθη του Καλαμά!
Τι 'ν' αυτό; αναρωτήθηκα. Και έβαλα όπισθεν. Πάρκαρα άρον άρον και έτρεξα να δω και να φωτογραφίσω.
Πουλιά! Πού βρέθηκαν τόσα πουλιά; Και που μόλις με είδαν χύθηκαν τρομαγμένα στον αέρα.
Πετούσαν τσε δω, πετούσαν τσε κει (κατά την ηπειρώτικη έκφραση του από δω κι από κει)... Κι έπειτα δόθηκε σύνθημα για προσγείωση.
Κι αφού κάθισε και το τελευταίο, εγερτήριο εκ νέου. Σε μια χαμηλή πτήση αυτή τη φορά πάνω από το ποτάμι. Και με κρωγμούς και αλαλητά και μυστικά συνθήματα ακατανόητα στα δικά μου αυτιά.
Έπειτα, ώσπου να καταλάβω τι γίνεται, έδωσαν μια και χάθηκαν προς τα βουνά!
Μπήκα κι εγώ στο αμάξι και συνέχισα το δρόμο μου για το χωριό.
Φτάνω και τι να ιδώ; Άσπρες ξέξασπρες οι πίσω ρόδες. Μωρέ; Τι έπαθαν οι ρόδες; Αδύνατον να καταλάβω. Έσκυψα, κοίταξα, τίποτε...
Θυμήθηκα ένα χριτς χριτς που άκουγα σε όλο το δρόμο. Ανησύχησα. Όπως ανησυχούμε για όσα ανεξήγητα μας συμβαίνουν.
Στην επιστροφή ανταμώθηκα με ένα κοπάδι αίγες. Και το βοσκό. Που προσπαθούσε να τις μαζέψει από το δρόμο αλλά στα ... χαμένα.
Έρχεται στο παράθυρο του συνοδηγού:
- Δεν μπορώ να τις ξεκολλήσω από την άσφαλτο. Είναι αλμυρή και τη γλείφουν!
- Αλμυρή; Η άσφαλτος;
- Ναι, αλμυρή. Δεν το 'χω ξαναπάθει αυτό.
- Θα πέρασε κανένα φορτηγό με αλάτι, τον καθησύχασα. Για τον παγετό. Αλατιέρα...
Έφυγα και σφύριζα.
Στο κύμα πάει να κοιμηθεί
δεν έχει τι να φοβηθεί
Μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει
γλάρος είναι και πηγαίνει
Από πόλεμο δεν ξέρει
ούτε τι θα πει μαχαίρι
Ο Θεός του 'δωσε φύκια
και χρωματιστά χαλίκια
Αχ αλί κι αλίμονό μας
μες στον κόσμο το δικό μας
Δε μυρίζουνε τα φύκια
δε γυαλίζουν τα χαλίκια
Χίλιοι-δυο παραφυλάνε
σε κοιτάν και δε μιλάνε
Είσαι σήμερα μονάρχης
κι ώσαμ' αύριο δεν υπάρχεις
Τα χριτς χριτς συνέχιζαν να ακούγονται. Και πια πρόσεξα και τους κόκκους. Αλάτι. Αλάτι θαλασσινό. Ως κάτω στη Μενίνα. Εκεί που είχα δει τους μικρούς λευκούς ενόχους.
Ποιο φορτηγό; Ποια αλατιέρα; Οι γλάροι. Αυτοπροσώπως κουβάλησαν το αλάτι. Και γέμισε η δημοσιά κι ο τόπος όλος. Ως πάνω στα βουνά. Όταν τινάξαν τις μεγάλες φτερούγες τους...
________________________________
ΥΓ Θαλασσινούλα, τα πράγματα έγιναν έτσι ακριβώς. Ούτε λέξη ψεύτικη δεν υπάρχει. Όμως θα πρέπει να σου πω και τούτο. Πως το χωριό Μενίνα όπου παρακολούθησα το "σόου" των γλάρων λέγεται σήμερα Νεράιδα!!! Καθώς στον κάμπο του έχει γίνει η περίφημη μάχη της Μενίνας, ως σήμερα προτιμούσα κι εγώ να το λέω με το παλιό του όνομα. Κι ένας λόγος παραπάνω που έτσι είναι δεμένο, ως Μενίνα, με τις παιδικές μου αναμνήσεις.
Όμως μετά το χτεσινό ραντεβού με τη βουνίσια Αλισάχνη και όσα προηγήθηκαν, η Νεράιδα έλαβε πλέον σάρκα και οστά και το νεόκοπο τοπωνύμιο ντύθηκε με την αίγλη του ονείρου...