Άλλο πράγμα να αναζητάς το χιονισμένο βουνό και άλλο να συναντάς το ίδιο το χιόνι.
Μπορεί λοιπόν την Τετάρτη να ταξίδεψα χιλιόμετρα, για να δω εκ του μακρόθεν βουνά χιονισμένα, αλλά την επόμενη μέρα εισακούστηκε από τα ξωτικά και τις νεράιδες ο πόθος της ψυχής μου. Να ξαναδώ το χιόνι. Όχι εκείνο το ηλίθιο χιόνι της Αθήνας. Αλλά το αγνό και απάτητο χιόνι των βουνών. Που η ανάμνησή του στοίχειωνε τα όνειρά μου σαράντα χρόνια.
Κι έχει να λέει η μάνα μου για την πρώτη μου συνάντηση με το χιόνι, ετών 2 με 3... σε κάποιο σπιτάκι στο Περιστέρι. Στα Δυτικά Προάστια της Αθήνας. Και πως φώναξα στο χιόνι: "Πόπο γιούτι". Γιαούρτι δηλαδή, έτσι μου φάνηκε. Πώς να φανεί δηλαδή σε ένα παιδί της Αθήνας το χιόνι;
Η αληθινή όμως συνάντηση συνέβη λίγα χρόνια μετά. Τότε που ζούσα με τον πατέρα μου στο μικρό μας χωριουδάκι. Μια νύχτα μαγική. Μια νύχτα που ήμουν μόνη στο σπίτι και ο πατέρας, ως συνήθως, στο γραφείο του σχολείου να εργάζεται ως αργά.
Να ήμουν τρίτη, να ήμουν τετάρτη δημοτικού; Σίγουρα πάντως στην ηλικία των παραμυθιών και της Μαίρης Πόππινς...
Έπαιξα λοιπόν με τις κούκλες μου. Διάβασα το όποιο λατρεμένο βιβλίο της μέρας. Σκάλισα το τζάκι. Κι έπειτα; Έπειτα σήκωσα την κουρτίνα να δω αν έχει ακόμη φως στο σχολείο. Να δω αν έρχεται επιτέλους ο πατέρας.
Και είδα την ανείπωτη μαγεία. Πυκνές νιφάδες να στροβιλίζονται σε ήχους εξαίσιους ενός αόρατου μουσικού.
Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα έτσι. Ξέρω μονάχα πως από τότε με συνοδεύει η αίσθηση. Της απόλυτης γαλήνης και της υπέρτατης αρμονίας όταν βρεθώ μονάχη με τη φύση και μάλιστα στις ώρες που δίνει τα μαγικά της ρεσιτάλ.
Και για λόγους που δεν είναι του παρόντος τις μέρες αυτές μια μυστική επίκληση πλημμύριζε την ψυχή μου. Να μου δοθεί ξανά η χάρη να μοιραστώ τέτοιες στιγμές. Μονάχα με τη φύση. Να παραστώ στο μυστήριο. Και να μεταλάβω των αχράντων μυστηρίων.
Πήγα λοιπόν την Τετάρτη. Αναζητώντας το χιονισμένο βουνό. Και κατέθεσα τους πόθους και τα πάθια. Στο βωμό. Στον πέτρινο. Και μάρτυρας ο ίδιος ο αρχιερέας της παλιάς και ξεχασμένης τελετουργίας. Εκείνης της νυχτιάς με το χορό των νιφάδων...
Νόμιζες πως σου λέω παραμύθια; Και άλλες ποιητικές αερολογίες; Μα όχι. Σου μιλάω για πράγματα αληθινά. Και συγκεκριμένα περιστατικά. Πως πήγα εκεί, στο ίδιο σπίτι που μεγάλωσα παιδί. Πρώτη φορά στα χρονικά με τον πατέρα να λείπει μακριά. Μόνη στο σπίτι. Ξανά... Μετά από σαράντα χρόνια.
Και πίσω το παράθυρο. Το θεωρείο μου εκείνη τη μακρινή νύχτα. Μα δεν πήγα εκεί να σταθώ. Στο παράθυρο. Γιατί, και μη φανεί παράξενο, έχει και εκείνο αλλάξει θέση... Κατόρθωμα του πατέρα. Να κουβαλάει τα παράθυρα και τις πόρτες, το τζάκι και τις σκάλες του σπιτιού σε νέες θέσεις. Προσπαθώντας τις δικές μας ιδιοτροπίες να ικανοποιήσει και τις νέες ανάγκες της οικογένειας. Με πόσο κόπο; Μόνο εκείνος το γνωρίζει...
Το θέμα είναι πως το παράθυρο δεν είναι πια στην ίδια θέση. Κι εγώ προτίμησα την προσευχή μου να αφήσω έξω, στον παραστάτη τον πέτρινο της αυλόθυρας. Και με το έλατο, φτάσαμε και στον αρχιερέα, να ακροάζεται την προσευχή μου.
- Να χιονίσει. Θέλω να χιονίσει! Να σε δω χιονισμένο και τι στον κόσμο! Παράτησα τα πάντα πίσω μου. Και γύρισα εδώ. Το δικαιούμαι θαρρώ να ζήσω πάλι τη μυσταγωγία. Και το έχω ανάγκη. Άμεση. Όχι καπρίτσιο.
Λένε για τον Ανταίο πως έπαιρνε δύναμη στην επαφή του με τη μάνα Γη. Και λένε ακόμη για τον Ηρακλή. Που νίκησε τον Ανταίο σηκώνοντάς τον από τη γη. Όμοια κι εγώ. Κι ο κάθε ξεριζωμένος από τη γη που μεγάλωσε. Χάνεται κι αφανίζεται ανίσχυρος. Καρυδότσουφλο στη μανία των καιρών δίχως το στέρεο έρεισμα της γης του.
Και ναι. Τα κατάφερα. Να ρίξω μαύρη πέτρα πίσω μου. Να αφήσω την Αθήνα. Και να γυρίσω στον τόπο μου. Μα νιώθω κλωνάρι κομμένο. Δίχως ρίζες. Ξένη στον ίδιο μου τον τόπο. Και τους ανθρώπους μια κοινωνία κλειστή, μια γροθιά κλειστή. Κι εγώ παρείσακτη...
Τρέχω τη μία μέρα και σκονίζομαι στα κύματα. Την άλλη σκαρφαλώνω στο ουράνιο τόξο. Και μόλις προχτές πήγα να μιλήσω στα κρινάκια της θάλασσας. Και στους λευκοτσικνιάδες. Κι έφερα σπίτι τη μυρτιά την ανθισμένη. Και τη Scilla Maritima. Μα άδικα. Δε φελάνε.
Το χιόνι. Μόνο το χιόνι. Το νωπό. Και το απάτητο. Το χιόνι των βουνών. Των δικών μου βουνών. Εκεί ο εξαγνισμός και η αναβάπτιση.
- Θα μου την κάνεις τη χάρη;
Η απάντηση ήρθε το βράδυ. Και από χέρι παιδιού. Ίδια ηλικία με το άλλο παιδί που κουβαλάω εντός μου. Έπιασε το παιδάκι και ανέβασε τον τίτλο ενός βιβλίου. Στο φόρουμ το μαθητικό της τάξης. Τους μικρούς μου Φαροφύλακες. (
ΕΔΩ)
Μαζί θα περάσουμε ωραίο χειμώνα. Είπε το έλατο.
Ο χειμώνας πλησιάζει και τα πουλιά που δεν μπόρεσαν να φύγουν
για ζεστές χώρες ψάχνουν να βρούνε δέντρο για να κουρνιάσουν.
Το έλατο τα προσκαλεί να ζήσουν ανάμεσα στα κλαριά του.
Κι αυτά το στολίζουν με τα χρώματα των φτερών τους και το κάνουν
το πιο όμορφο δέντρο τον Χριστουγέννων.
Κι αν θα σου πω πως το παιδί ανέβασε το κείμενο την ίδια ώρα ακριβώς που ήμουν εκεί, στο έλατο, και κρυφομιλούσα μαζί του; Δε θα με πιστέψεις. Μα έτσι έγινε. Χωρίς την παραμικρή υπερβολή.
Και την επόμενη μέρα το μεταφυσικό έδωσε τη θέση του στο ζωντανό όνειρο και στο έξυπνο ενύπνιον...
Βγαίνω που λες από το σχολείο. Την Πέμπτη. Είναι η μέρα που σχολάω πολύ νωρίς. Και βλέπω στο βάθος του δρόμου βουνά ολόλευκα.
- Ώπα! Χιόνισε!
Πόσο και πού; Ευκαιρία να το ανακαλύψω. Και ούτε ένας δισταγμός που οι αλυσίδες είναι αφημένες στο σπίτι και εγώ δεν έχω ξαναοδηγήσει στα χιόνια. Βουρ και φύγαμε με την Ασημούλα, το παλιό μου Lanos, για τον τόπο τον ολόλευκο...
Τα χιλιόμετρα περνάγανε και δεν έβλεπα τίποτε το σίγουρο. Βρε λες να είναι από τη μεριά της Αλβανίας τα χιόνια; Λες να μείνω πάλι με την όρεξη;
Περνώ τον Παραπόταμο και στρίβω για Ρίζιανη. Στο βάθος τα βουνά της Παραμυθιάς και το μακρύ φίδι της Εγνατίας.
Έχοντας ήδη ρωτήσει τους Γιαννιώτες στο σχολείο, τους συναδέλφους που έρχονται δηλαδή κάθε μέρα από Γιάννενα, ήξερα πως και η Εγνατία είναι πια ανοιχτή και πως στα Γιάννενα έχει χιόνι.
Τουλάχιστον, με καθησυχάζω, αν δε βρω χιόνι στο χωριό, θα γυρίσω Μενίνα και θα πιάσω Εγνατία...
Να όμως ο Γκορίλας. Και η Χιονίστρα αριστερά... (
ΧΑΡΤΗΣ)
Και ναι, δεν είναι φαντασία, έχουν χιόνι. Λίγο... Πολλή ομίχλη και χιόνι μόνο οι ρεματιές και πάνω στην μακρόστενη κορυφή.
- Να δεις που πάλι θα αγναντεύω το χιόνι από μακριά...
Ώρα 12. Μεσημέρι. Έχω περάσει τη Μενίνα και φτάνω στις στροφές της Αβαρίτσας και της Πετροβίτσας. Και το βουνό της Πλακωτής να σκάει μύτη στις στροφές και να αναπτερώνει τις ελπίδες.
Υπάρχει χιόνι. Και στο δρόμο; με πιάνουν οι ανασφάλειές μου... Θα δείξει!
Φτάνοντας Πλακωτή το πράγμα είναι βέβαιο. Θα ακουμπήσω χιόνι. Όχι πλέον στο μπαλκόνι της Νέας Σμύρνης και ούτε στα κάγκελα. Χιόνι βουνίσιο!
Και συνεχίζω. Το πουλάκι του φόβου άδικα προσπαθεί να με τρομάξει. Θα βρω βρε τρόπο να γυρίσω αν δω σκούρα τα πράγματα. Τουλάχιστον σ' αυτό είμαι ειδική. Να γυρίζω το αμάξι ακόμη και σε ένα τόσο δα τόπο.
Τώρα βιάζομαι. Να βρεθώ δίπλα του. Να το μυρίσω...
Και ιδού! Το χατίρι μου γίνεται. Χοροπηδάει η καρδιά μου σαν παιδιού που βλέπει κάτω από το έλατο τα δώρα του αη - Βασίλη! Είναι εδώ το χιονάκι. Και η Ασημούλα μου περνάει δίπλα του...
- Άντε καμάρι μου, κουράγιο. Εδώ δεν άφησες τα κοκαλάκια σου στη Μπέλα Βράκα τις προάλλες. Και στάθηκες παλικάρι στην κοσμοχαλασιά κάτω στο Αίγιο. Εδώ μη φοβάσαι. Είναι ο τόπος μας εδώ. Και τον ξέρουμε, τον έχουμε πατήσει αμέτρητες φορές.
Τα συναισθήματα ανάμεικτα. Τουλάχιστον λέω, να δω το χωριό από ψηλά. Δεν πειράζει αν δεν τα καταφέρω να φτάσω κάτω...
Ώρα 12.19. Περνάω και το Φωτόδεντρο. Τα πρώτα χιόνια στο οδόστρωμα είναι γεγονός.
Αργά πια. Κατεβάζω ταχύτητα. Το λέει και η ταμπέλα. Slow. Icy Road.
Το έχει πει και ο πατέρας νωρίτερα. Λίγο πριν φύγει για Αθήνα. Και ξέροντας τι ζουρλό κορίτσι έκανε. Με όλα τα γονίδια της ράτσας. Το ήξερε ο άνθρωπος και το καταλάβαινε. Πως αν χιονίσει δε θα κρατηθώ και θα πάρω τα βουνά. Τουλάχιστον με προειδοποίησε για τα σημεία που ο δρόμος πιάνει πάγο. Και την έχουν πληρώσει άσχημα δεκάδες αμάξια.
- Θα προσέχω, μπαμπά. Ξέρω μέχρι πού με παίρνει...
Μα ξέρει και ο πατέρας μου πως τις αποκοτιές τις έχω στο αίμα μου. Σε ποιον έμοιασα βρε πατέρα; Να, εδώ, είναι το εκκλησάκι. Κι εσύ θυμάσαι κι εγώ ξέρω τι έγινε εδώ...
Στρίβω. Και δίχως να συναντήσω παγετό. Ουφφφφφφ! Πάω πια για την ταβέρνα της Ιππολύτης. Το πιο γραφικό ταβερνάκι της περιοχής. Ααααααααα. Εδώ να είστε τυχεροί σαν έρθετε (θα έρθετε, ε;;; ) να σας τραπεζώσω και να είναι μέρα σαν αυτή ακριβώς. Με το χιόνι έξω να δίνει ρέστα!
Το μικροκλίμα, που λέει και ο πατέρας, έχει πια αλλάξει. Είμαστε πια στα μέρη τα δικά μας. Με τη Μιλιοράχη από πάνω και πέρα τη μεγάλη χαράδρα του Πολυδρόσου.
12.22. Φτάνω πια στην Ιππολύτη. Χώρος άνετος να γυρίσω τα πίσω μπρος. Σιγάααααα. Τρελή είμαι να γυρίσω; Έφτασα στην πηγή και να μην πιω ... νερό; Φυσικά συνεχίζω! Και η Ασημούλα ακόμη γουργουρίζει ήρεμη. Να έχει να λέει κι αυτό το καημένο πως πάτησε χιόνι! Και δεν είναι μόνο για τις παραθιναλιές...
54ο χλμ του παλιού δρόμου Ιωαννίνων - Ηγουμενίτσας. Μια ανάσα από το Μέγα Πλάι. Την ιστορία με το γιατρό πάνε χρόνια που σας την έχω πει... (
ΕΔΩ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ) Στο Μέγα Πλάι έχασε τον έλεγχο. Και κατέληξε στο κενό και στο γκρεμό από κάτω. "Σιγά μη φοβηθώ, σιγά μην κλάψω"... Εγώ προσέχω. Αργά και με δευτέρα. Και με λάστιχα, να είναι καλά ο Ηλιόπουλος... ειδικά για τα όρη και τα βουνά της Ηπείρου.
Στο μπαμπά όμως ούτε λέξη. Άσε να γυρίσω με το καλό στα κατώμερα και του το λέω μετά το νέο μου κατόρθωμα. Αν και το ξέρει κι εκείνος πως πρώτα βγαίνει η ψυχή του ανθρώπου και μετά το χούι. Το δικό μου είναι να μη λογαριάζω τον κίνδυνο όταν κάτι το θέλω πολύ. Και γενικά να κάνω του κεφαλιού μου και δεν παν να λένε οι άλλοι ό,τι θέλουν. Κάπως έτσι δεν τα κατάφερα και τώρα να ψάχνω να σωθώ από το χιόνι;