Πέρα στις λιμνοθάλασσες
όταν περσεύει ο καημός και ψάχνεις να τον πνίξεις... πριν πνίξει αυτός εμένα...
Μου έλειψες σήμερα. Ήθελα να είσαι εδώ. Να μη μιλάς. Και να μη μιλάω. Μόνο μια αγκαλιά. Και να κοιτάμε μαζί. Τις λιμνοθάλασσες και τη θάλασσα. Εννοείται και τη θάλασσα...
και τα μικρά κρινάκια. Ξέρεις, είναι κρινάκια αυτά. Κρινάκια της θάλασσας... Μη βλέπεις μόνο πράσινα φύλλα. Θα 'ρθει ο καιρός που τα φύλλα θα πέσουν. Και θα ανθίσουν κρινάκια. Τον Αύγουστο. Μονάχα τον Αύγουστο. Αν προλάβουν και δεν τα λιώσουν οι μουρλοί με τις ομπρέλες.
Αυτοί που νομίζουν ότι τους ανήκει ο κόσμος όλος. Και ποδοπατάνε ό,τι βρεθεί μπροστά τους. Τα κρινάκια θα λυπηθούν νομίζεις;
Μη θαρρείς πως τα γνώριζα κι εγώ. Τώρα μόλις αρχίζω να τα μαθαίνω. Ήμουν κι εγώ ένας περαστικός του καλοκαιριού. Ήξερα θαρρείς ακόμη και τότε που τα φωτογράφισα, το περασμένο καλοκαίρι, τι είναι τα κρινάκια της θάλασσας;
Και τα ερωτεύτηκα. Είναι αλήθεια. Δίχως να ξέρω τίποτε γι' αυτά. Μα έτσι δεν είναι πάντα ο έρωτας;
Και είπα θέλω να έρθω εδώ. Να ζήσω στο ακρογιάλι που ανθίζει. Τι πέλαγο ανθούν, τι ακρογιάλι ανθούν;
Μα τώρα βλέπεις κι εσύ. Κι ας μην είσαι εδώ. Δεν υπάρχουν κρινάκια. Μόνο τον Αύγουστο λέει ανθίζουν. Πού να το ξέρω;
Σου λέω, τώρα αρχίζω να μαθαίνω. Και είναι η γνώση πόνος. Γιατί με πόνο γεννιέται.
Και μου έλειπες σήμερα. Μου έλειπε μια αγκαλιά. Γνώριμη και οικεία. Που δε θα ρωτάει. Γιατί δε ρωτάει όποιος σε ξέρει. Δε χρειάζεται να ρωτήσει. Καταλαβαίνει. Και με μια ματιά μονάχα.
Εδώ όμως κανείς δε με ξέρει. Και κανέναν δεν ξέρω.
Γι' αυτό κι εγώ χάνομαι πέρα στις λιμνοθάλασσες. Και μαθαίνω τα κρινάκια.
Και τους λευκοτσικνιάδες. Σήμερα όμως ήταν των άλλων η σειρά. Των σταχτιών.
Δεν μπόρεσα να τους φωτογραφίσω. Φοβήθηκαν. Πάντα μας φοβίζει το άγνωστο...
Κι έφυγαν πέρα. Στην άλλη όχθη. Κι έμειναν εκεί να με κοιτούν. Από απέναντι.
Ώσπου έφυγα και πήγα στα κρινάκια. Τα κρινάκια της θάλασσας.
Ναι. Θα έρθω. 10 έμειναν. Κι έπειτα θα φύγω πάλι. Για την καινούρια μου όχθη.
Εδώ. Στις πέρα λιμνοθάλασσες...