Καλές και οι κουβέντες με κρινάκια. Της θάλασσας. Καλή παρέα και οι λιμνοθάλασσες. Και οι λευκοτσικνιάδες. Και οι άλλες κυρίες, οι αραπίνες, που ακόμη δεν έβγαλα άκρη για την αφεντιά τους. Είναι κορμοράνοι; Δεν είναι; Ακόμη και για τους λευκοτσικνιάδες παίζει να είναι ερωδιοί...
Είπα λοιπόν κι εγώ να πάρω τα βουνά. Θαρρώντας πως αυτά τα ξέρω καλύτερα. Και κυνηγώντας εκείνο το χιονισμένο που έσκασε πρωί πρωί μύτη στην πόρτα της κουζίνας...
Και φάνηκε στην κογκέλα (έτσι λέμε εμείς εδώ τη στροφή του δρόμου) η χιονισμένη Μουργκάνα. Και μου έκοψε την ανάσα. Σαράντα χρόνια πάνε που δεν είδα τη Μουργκάνα σε τέτοια μεγαλοπρέπεια. Νύφη στολισμένη ν' αστράφτει στο στερέωμα.
Τρελάθηκα από την εμορφιά. Κι έβγαλα την Ασημούλα στην άκρη, το πιστό μου Lanos είναι η Ασημούλα, ίδια ηλικία με τα φετινά μου μαθητούδια. Μα η Ασημούλα δεν ανεβαίνει στην τάξη. Κάθεται κάτω, στο λιμάνι κάθε μέρα, και με περιμένει να με περπατήσει τα απομεσήμερα. Και σήμερα έτσι. Και καλύτερα. Γιατί ήταν και μέρα απεργίας.
Στην άλλη κογκέλα φάνηκε και η Νεμέρτσικα. Νύφη κι αυτή στα ολόλευκα.
Και η φωτογραφία η αναμνηστική. Να έχω να θυμάμαι πώς το έζησα αυτό. Πώς. Με τόνο. Αλλά είναι μια άλλη ιστορία ο τόνος και δε χωράει εκεί που το χιόνι καταλάμπει στο στερέωμα.
Και πως το έλεγε (χωρίς τόνο) βρε παιδί μου ο Λιαντίνης. Για το χιόνι το απάτητο, το φρέσκο και το νωπό. Ναι. Έτσι ακριβώς. Η λύπη μου; Μεγάλη. Μα γιατί άφησα τα κρινάκια μου και ανηφόρισα στα όρη; Μονάχα για να ταΐσω τα πεινασμένα γατιά ή για να βγάλω φωτογραφίες;
_________________
Έχω κι εγώ το έρτζι μου...