"Έφερνα γύρους κι έβγαζα φως κοκκινωπό από το να 'χω παιδευτεί
και από το να 'μαι μόνος
Άσκοποι εντελώς καλόγεροι έψελναν και μελετούσαν κι ούτε που
μου άνοιγε κανείς να ξαναδώ σε τι μεριές μεγάλωσα σε τι μεριές με
μάλωνε η μητέρα μου πού πρωτοφύτρωσε και για ποιανού τη χάρη
το φωτόδεντρο εάν υπάρχει ακόμη
Από κάπου ο καπνός περνούσε από το βλέμμα του αγίου Ισίδωρου
ίσως πέμπονταν το μήνυμα ότι
Τα δεινά μας καλώς έχουν και η τάξη δεν πρόκειται ν' ανατραπεί
Αχ που 'σαι τώρα καημένο μου φωτόδεντρο που 'σαι φωτόδεντρο
παραμιλούσα κι έτρεχα τώρα σε θέλω τώρα που έχασα ως και
τ' όνομά μου.
Που πια κανένας δεν πενθεί τ' αηδόνια κι όλοι γράφουν ποιήματα."
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Ε, να λοιπόν που εδώ με καρτερούσε το δικό μου φωτόδεντρο. Να γυρίσω απ' τα σαράντα χρόνια της ξενιτιάς και της αποξένωσης της Αθήνας.
Και την ίδια μέρα που ευδόκησα να επισκεφθώ τα μέρη που μεγάλωσα. Το Κοκκινολιθάρι.
Και να μπω στο ίδιο εκείνο κτίριο που στέγαζε το σχολειό και το δικό μας το δωμάτιο. Χωρισμένο είπε ο πατέρας με ένα ξύλινο καφασωτό. Από τη μια οι μαθητές και ο πατέρας, από την άλλη η μάνα μου κι εγώ, μωρό χρονιάρικο.
Κι απορώ μετά που ήρθε και πετάχτηκε μπροστά μου το φωτόδεντρο;
Με το τσιγκέλι του καρφωμένο τον ήλιο;
Αχ, καημένο μου φωτόδεντρο. Που σε πέρναγα και δε σ' έβλεπα.
Κι όλο τρελαινόμουν ν' ακουρμαστώ τ' αηδόνια...
Κι έβγαζα όχι φως... αχνούς έβγαζα, από την κούραση και την ερημία. Κι έφτιαναν δαχτυλίδια. Και πολλά αχ. Καημένο μου φωτόδεντρο...
Γιατί σοφά μιλάει ο ποιητής:
Τα δεινά μας καλώς έχουν και η τάξη δεν πρόκειται ν' ανατραπεί!
Και μόνο που μένει σε μας είναι εμείς να αλλάξουμε. Εμείς να κάνουμε την ανάποδη πορεία.
Για να βρούμε αυτό που άδικα ψάχναμε σαράντα χρόνους στην άλλη άκρη της γης.
Κι ήταν το καημενούλι εδώ. Και περίμενε...
Αχ, καημένο μου φωτόδεντρο.
καημένε εαυτέ μου...