Άλλη μια μέρα βροχής στη βροχούπολη Ηγουμενίτσα. Βροχή και αέρα τρελό. Να σφυρίζει δαιμονισμένα κάτω από τις χαραμάδες λες και βρισκόμαστε στην καρδιά του χειμώνα και όχι στις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη.
Βγήκα για δουλειές. Αναγκαστικά. Προσπαθώντας να συγκρατήσω την ομπρέλα. Μάταιος κόπος. Μούσκεψα. Και τα παπούτσια έγιναν βάρκες...
Γκρίνιαζα. Πάλι. Κι έβραζα. Μα τι καιρός είναι αυτός; Και τι πόλη διάλεξα να έρθω; Και "έτσι θα βγει ο χειμώνας;"
Ώσπου τους είδα. Τους αόρατους.
Στην αρχή τον ένα. Μετά και τους άλλους.
Σε ένα γιαπί.
Σφίγγονταν ο ένας πάνω στον άλλο.
Δέρμα σταρένιο.
Μετανάστες. Λαθρομετανάστες.
Ντράπηκα. Εγώ με την ομπρέλα και το αμάξι. Και το σπιτάκι να με περιμένει.
Με τα κρεβάτια τα άδεια. Και το γεμάτο ψυγείο. Που βγήκα στη βροχή να το τιγκάρω και πάλι. Μη μου λείψει τίποτε της καλομαθημένης.
Κανείς δεν τους βλέπει αυτούς τους ανθρώπους; Πώς τους αφήνουν έτσι να περιφέρονται άστεγοι και κατατρεγμένοι;
Είναι ντροπή και αίσχος για την πολιτισμένη μας κοινωνία. Για τη χώρα που θέλουμε να τη νομίζουμε φιλόξενη.
Γεμάτη η Ηγουμενίτσα λαθρομετανάστες. Δε χρειάζεται να νυχτώσει για να τους δεις. Μέρα μεσημέρι περιφέρουν τη δυστυχία τους στους δρόμους.
Κι εμείς με παρωπίδες ενισχυμένες περνάμε δίπλα τους. Και χαμπάρι δεν παίρνουμε.
Σαν εκείνο τον ήρωα στην Εβραία του Μπρεχτ. Ακριβώς ίδια.
Τώρα, κλεισμένη στην ασφάλεια του σπιτιού, ακούω τον άνεμο να σκούζει ακόμη πιο δυνατά. Σπαραχτικά.
Γιατί;