Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ:Σαράντα τόσα χρόνια κράτησε ο αφανισμός και η εξαφάνιση. Μόνο λόγια του ενός και του αλλουνού λάβαινε η οικογένεια πως τάχα εδώ και τάχα εκεί τον είδαν. Στην Αμέρικα... Πώς έφτασε εκεί; Και τι ακριβώς έκανε; Κανείς δε βρέθηκε με σιγουριά να το πει.
Κι όσο ξαφνικά έφυγε, άλλο τόσο ξαφνικά έσκασε η είδηση πως γύρισε πίσω! Το στερνοπούλι που μωρό στην κούνια είχε αφήσει, ήταν πια άντρας, σαράντα δύο ετών. Και μεγαλύτερα τα άλλα, με οικογένειες πια δικές τους όλοι.
Δε γύρισε στο χωριό. Ίσως και δεν το τόλμησε. Τράβηξε, λένε, στο χωριό της γυναίκας του. Κι από κει λάβανε το μαντάτο οι δικοί του. "Γύρισε ο πατέρας σας. Τον έχουμε εδώ..."
Ο μεγάλος γιος, κεφαλή της οικογένειας τόσα χρόνια, κίνησε το δρόμο για το χωριό της μάνας. Να βρει και να φέρει πίσω το μετανάστη. Και να βρει και τις απαντήσεις που τόσα χρόνια έψαχνε...
Η μάνα και σύζυγος έμεινε σπίτι. Και σαν κάθε μέρα συνέχισε τη ζωή και τις δουλειές της ατάραχη. Την τρικυμία της ψυχής της δεν άφησε να φανερωθεί σε κανέναν. Σαν κάθε μέρα έπιασε να μπουγαδιάσει τα άπλυτα, του σπιτιού και της οικογένειας. Τα τόσα χρόνια της μοναξιάς και της ερημίας, δεύτερο δέρμα έχτισε την αταραξία του προσώπου και ασπίδα της πληγής που κατάτρωγε σαράκι την ψυχούλα της.
Κι έσωσε κάποια στιγμή να τελέψει η αναμονή. Ο μεγάλος γιος, ο παπάς, μαζί με τον εξαφανισμένο τέσσερις δεκαετίες πατέρα, έφτασαν στην αυλόπορτα. Η μάνα σκυμμένη στη σκάφη. Έτσι λένε. Σήκωσε μόνο το κεφάλι και αντί άλλης υποδοχής, ακούστηκε να λέει:
"Τώρα που ήρθες τι να σε κάμω;"
Έτσι λιτά και δωρικά. Σαν της πατρίδας της τον άνεμο, καρσί κατεβασμένο από το μεγάλο βουνό και της ιστορίας τα στενορύμια... Εφτά λέξεις για σαράντα δυο χρόνια.
Την απάντηση ούτε την ξέρουμε ούτε και ενδιαφέρει. Μόνο από τα συμφραζόμενα της διήγησης συμπεραίνουμε πως λίγο μετά ο θάνατος έγραψε τον οριστικό επίλογο. Πρώτη έκλεισε εκείνη τα μάτια της. Κάνοντας πράξη το λόγο. Και λίγα χρόνια αργότερα την ακολούθησε κι εκείνος. Ο εξαφανισμένος δεκαετίες που σαν βρήκε το δρόμο να γυρίσει δεν έφερε στην τσέπη ούτε δεκάρα τρύπια. Ένα ρημάδι που γύρισε να πεθάνει στη γωνιά του...
Σε άλλους χρόνους και καιρούς μπορεί και να έφτιαχναν έπη ηρωικά για την απουσία του. Να τη στολίσουν με φαντασία και κατορθώματα, για Κίρκες και Πολύφημους. Για μάγισσες και βασιλοπούλες να διηγούνται που τον αγάπησαν και για τέρατα που νίκησε. Αλλά κι αυτός ο ευλοημένος το τράβηξε πολύ το ταξίδι... Σαράντα χρόνους; Πού να το πολεμάς τούτο το ... κάστρο; Τέτοιες μάχες είναι μόνο για ποιητές:
... ένα κάστρο
που να το πολεμάς
σαράντα χρόνους και να πας
να γίνεις ήρωας κι άστρο.
Σεφέρης - Οι σύντροφοι στον Άδη
Έτσι το λοιπόν ο παππούλης. Που έφυγε παλικάρι για την Αμερική και άδοξα γύρισε πίσω στο χωριό. Που ακολούθησε το μεγάλο όνειρο και το βαθύ κάλεσμα της φυλής. Γύρισε και αλήτεψε και είδε και άκουσε πράματα και θάματα. Μα άστρο δεν κατάφερε να γίνει. Μόνο άδοξα άφησε τη στερνή πνοή κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του '60.
Ποιος του παραστάθηκε στα χρόνια αυτά; Η κυρά του, το είπαμε, έφυγε αμέσως σχεδόν μετά του γυρισμό του... Κάποια νύφη; Η κόρη του; Κάποια τέλος πάντων γυναίκα της φαμίλιας θα φρόντισε ελεητικά τα τελευταία χρόνια του γέροντα. Κι ας μη φρόντισε εκείνος όσο ζούσε κανέναν άλλον πάρεξ τα δικά του όνειρα. Είναι κι αυτή μοίρα των γυναικών. Να βρίσκουν δύναμη να παρασταθούν στους γέροντες της οικογένειας. Και σαν τα μωρά τους να τους κουναρήσουν κι αυτούς ίσα με την τελευταία τους πνοή.
Τα μωρά... Τα μωρά τους. Ώρα να τα θυμηθούμε κι αυτά. Και πιο πολύ γιατί μωρά πια δεν ήταν. Αλλά παλικαρόπουλα ολόκληρα σαν γύρισε ο άγνωστος παππούλης από τα ξένα.
Κι έλα τώρα και συλλογίσου την ψυχή ενός παιδιού που βλέπει τέτοια θάματα να συμβαίνουν γύρω του. Έναν παππού να εμφανίζεται από το πουθενά. Ποιος ξέρει μέχρι τότε αν φρόντισε κανείς να τους μιλήσει για εκείνον; Ίσως σκόρπιες κουβέντες... Κι αναστενάγματα και λόγια κομμένα στη μέση.
Λένε πως η ψυχή του παιδιού έχει δύναμη τεράστια να ντύνει με παραμύθια τέτοιες ανεξήγητες καταστάσεις. Να δίνει ερμηνείες και προεκτάσεις σε όσα οι μεγάλοι δεν κάθονται να του ιστορήσουν.
Και λένε ακόμη πως τέτοιες ιστορίες, οικογενειακές, χαράζονται στο DNA των απογόνων. Πιο πολύ και από το άλλο που χαράζει η φύση στα κύτταρα. Κάθονται χρυσόσκονη στα τρίσβαθα της ψυχής κι εκεί πλέκουν τις μυστικές τους διαδρομές. Εξαρτάται βέβαια και από το παιδί. Δεν έχουν όλα το μεγάλο άγγιγμα της μοίρας...
Στη δική μας πάντως ιστορία βρέθηκε ένα παιδόπουλο ξεχωριστό. Και της δικής του της ζωής η συνέχεια είναι που δίνει τροφή να αναζητάμε το ρόλο του ξεχασμένου στα ξένα παππού.
Έφηβος ήταν πια σαν γύρισε εκείνος από τα ξένα. Κάπου στα δεκαεφτά με πρόχειρους υπολογισμούς. Παιδί δεν ήταν πια να μη νιώσει το γυρισμό. Να τον σκεπάσει με την αχλύ των παραμυθιών και μόνο. Αδύνατον να μη στάθηκε σκεφτικός μπρος στο γέροντα. Και ίσως ίσως να αποτόλμησε να του κλέψει και κουβέντες που άλλος δεν άκουσε. Πού ήταν και τι έκανε τόσα πολλά χρόνια...
Ετούτος ο νέος είχε κατά πως λένε μεγάλη έφεση στα γράμματα. Παιδί της κόρης, της μοναχοκόρης του γέροντα. Ξεχωριστό καμάρι της μάνας του. Σ' αυτόν βρήκαν τόπο τα δικά της όνειρα να λάβουν σάρκα και οστά.
Κι εκείνη όχι μόνο τον καμάρωνε μα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να τον δει στις μεγάλες στράτες να περπατά. Με όλη τη φτώχεια της και όλη την ανέχεια. Μαζί με τη λιγοστή τροφή κατάφερνε σαν χελιδόνα να του κουβαλά και την άλλη τροφή, για το νου και την καρδιά του. Ας ήταν καλά και ο μεγάλος αδερφός της, ο παπάς. Από κείνον χαρισμένα κουβάλαγε η μάνα κιβώτια με βιβλία εκλεκτά για τον κανακάρη της.
Κι εκείνος, διαλεγμένος από τη μοίρα για διαβάσματα και μελέτες, τα έπαιρνε παραμάσχαλα και χανόταν ώρες και μέρες στις ερημιές.
- Μα τι κάνεις εκεί, ολομόναχος, τον ρώταγαν; - Δεν είμαι μόνος, αποκρινόταν το παλικαράκι. Έχω παρέα τα βιβλία μου! Εμείς λέμε πως πέρα από τα βιβλία και πέρα από τα αστέρια που του άρεσε να παρακολουθεί με τις ώρες, είχε και το όραμα εκείνου του ταξιδευτή παππούλη να τον συντροφεύει. Άλλο πράμα σου λέω να διαβάζεις για τον Οδυσσέα στα χαρτιά και άλλο έναν αληθινό Οδυσσέα να έχεις στη φαμίλια σου. Γιατί εν αρχή, και να το σημειώσετε, δεν είναι τα άψυχα λόγια ακόμη και του μεγαλύτερου ποιητή, αλλά οι πράξεις των αληθινών ανθρώπων. Τα ζωντανά παραδείγματα. Κι όχι οι εποπτείες του νου και των ποιητάδων τα αγάλματα.
Και πάνω που έδενε ο νους και η συνείδηση στο αμούστακο παλικαράκι, ο γέροντας, ασπρομάλλης και γύρω στα εβδομήντα τόσα του τον υπολογίζουμε, φανερώθηκε από το πουθενά. Έλα τώρα εσύ και πες μου πως τέτοιο περιστατικό κανένα δεν έπαιξε ρόλο στην ψυχή του παιδιού. Που από τη φύση του και μόνο δεν άφηνε τίποτε να μην το μελετήσει...
Το παράξενο είναι που χρόνια μετά, σαν άρχισε το παλικαράκι να γράφει τα δικά του βιβλία, γιατί ναι, έγινε συγγραφέας ετούτο το παιδόπουλο σαν μεγάλωσε, δεν άφησε ούτε μια λέξη επίσημη για εκείνον τον παππού. Όσο όμως παράξενο και αν είναι, άλλο τόσο ανόητο θα φάνταζε για όποιον ξέρει πώς λειτουργεί η ψυχή ενός παιδιού και το δαιμόνιο ενός συγγραφέα, να παραβλέψει την ιστορία του παππού του. Και πιο πολύ ανόητο θα φαινόταν ακόμη και στους αδαείς αν μια τέτοια ιστορία κρυφή κρατιόταν όταν το παλικαράκι και κατοπινός συγγραφέας, εξαφανιζόταν και ο ίδιος μια μέρα...
Ναι, ναι! Καλά διαβάσατε. Ο συγγραφέας μας μια μέρα πήρε ξαφνικά των ομματιών του κι εκείνος και χάθηκε από προσώπου γης. Χρόνους και χρόνους τον αναζητούσαν, άλλος σε βουνά και άλλος στους υπόγειους σταθμούς του μετρό και ως και τα τουριστικά καταστήματα των Δελφών. Κανείς όμως, το ματαλέω, δε βρέθηκε όλα τούτα τα χρόνια να αποκαλύψει την άλλη εξαφάνιση. Λήθη ομαδική; Κανείς μα κανείς δεν είδε πως η ιστορία της οικογένειας επαναλαμβανόταν; Ούτε καν η μάνα; Η μάνα του;
Τρέχαν που λες οι δημοσιογράφοι με τα μικρόφωνα, αυτή δεν είναι η δουλειά τους; και ρώταγαν τη μάνα, τα αδέρφια, τους συγγενείς και τους φίλους. Και κανείς, μα ΚΑΝΕΙΣ, δε θυμήθηκε πως δεκαετίες πριν είχαν χάσει κι άλλον από το σπίτι και τη φαμιλιά τους. Που έλειψε σαράντα τόσους χρόνους δίχως γραφή να στείλει, μα έσωσε μια μέρα και ξαναγύρισε... Τότε που ακόμη και η γυναίκα του δεν ήξερε πια τι να τον κάμει.
Λέω πως αν έτσι έχουν τα πράγματα, και καλά μας τα έχουν διηγηθεί, το πρώτο πράγμα που θα έπρεπε να πουν σε όσους τους ρωτούσαν θα ήταν ακριβώς αυτό. Για τον παππού...
Κείνοι, δεν ξέρω το γιατί, αυτό το λησμόνησαν εντελώς. Και μην κοιτάτε που εμείς τώρα μάθαμε τα καθέκαστα, άλλοι μας τα είπαν... Κι όχι με τις ερμηνείες που εμείς δώσαμε. Τυχαία - θα μπορούσε να είναι και τυχαία - μας αποκάλυψαν την ξεχασμένη ιστορία. Κι αφού για χρόνια ακούγαμε ότι ο συγγραφέας δε χωρά αμφιβολία πως τράβηξε για το βουνό και αυτοκτόνησε. Σαν Εμπεδοκλής, λέει, πήδησε στη μήτρα του χάους...
Ποιος ξέρει; Ίσως να έγινε και έτσι ακριβώς. Και τι σημαίνει που ένας παππούς κάποτε χάθηκε για σαράντα χρόνους; Πως ντε και καλά ο εγγονός θα κάνει ακριβώς το ίδιο; Όχι βέβαια. Τέτοια βεβαιότητα δεν έχουμε. Και με υποθέσεις αστήρικτες είναι κομματάκι επικίνδυνο να πλάθεις απαντήσεις. Όσο και αν άνοιξε καινούριες πόρτες αναζήτησης η νέα γνώση.
Το μόνο βέβαιο σε όλα αυτά είναι η απάντηση που δώσαμε σε μια άλλη απορία μας. Μια απορία για τη μάνα του συγγραφέα. Και κόρη του γέροντα. Κι εκεί υποθέσεις δε χωράνε. Μιλάνε τα ίδια τα γεγονότα.
Πάρε που λες τη ζωή της από την αρχή. Μικρό κορίτσι χάνει τον πατέρα της. Μένει με όλα τα ερωτηματικά και όλο τον πόνο. Έτσι μεγάλωσε... Με μια μάνα που στάθηκε και πατέρας και με τα τρία της αδέρφια. Και είναι τρεις φορές χειρότερο ετούτο το κακό από την αληθινή ορφάνια. Το θάνατο και τον οριστικό χαμό βρίσκει η ψυχή κάποια στιγμή τη δύναμη να τον ξεπεράσει και να τον πάρει απόφαση. Τον άλλο όμως τον αφανισμό, το ζωντανό, παρηγοριά δε βρίσκεις να τον αντέξεις.
Κι έπειτα σκέψου τα στερνά της πικραμένης ζωής της. Την ώρα που καθώς λένε πήγε το παιδί της και της είπε πως φεύγει. Σκέψου τη μαχαιριά που έλαβε... Συγκρίνεται με την άλλη; Καθόλου. Και να μη βρεθεί μάνα άλλη να δεχτεί παρόμοια μαχαιριά στην καρδιά της. Όμως η δική της καρδιά έλαβε και τέτοια λαβωματιά. Να χάσει το ίδιο το παιδί της. Και το παιδί που ξέχωρα καμάρωνε και αγαπούσε.
Όμως δεν τον έχασε μόνο εκείνη. Το παιδί, το παιδί της, ήταν άντρας πια. Με γυναίκα και δικό του παιδί. Κι ο χαμός του ξέσπασε κεραυνός και καταιγίδα και στη δική τους ζωή.
Η μάνα, η μάνα του, δεν μπορεί να μην ένιωσε τον πανικό και στις δικές τους καρδιές. Δεν μπορεί να μη θυμήθηκε τι ένιωσε η ίδια σαν χάθηκε ο πατέρας της. Και τι τράβηξε η έρμη η μάνα της. Κι ας μην υπάρχει μαρτυρία τέτοιας αναδρομής και τέτοιας μνήμης. Είναι όμως δυνατόν να μη θυμήθηκε;
Λένε πως εκείνες τις πρώτες μαύρες μέρες που το παιδί της χάθηκε, χτύπησε ξαφνικά το τηλέφωνο. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν η νύφη της. Ζήτησε να μιλήσει στη γιαγιά. Και λένε ακόμη πως σε εκείνο το τηλεφώνημα η νύφη ενημέρωσε την πεθερά της πως έχει σημάδια από τον εξαφανισμένο. Ζει, της είπε. Δεν πέθανε...
Και κάτσε τώρα και σκέψου, τίμιε αναγνώστη. Σκέψου εκείνη τη γέρικη πληγωμένη καρδιά. Την ίδια καρδιά που έζησε και τον άλλο αφανισμό. Τότε που ο δικός της πατέρας είχε χαθεί και ερχόταν ο ένας και ο άλλος και έλεγε πως τον είδε. Και που κανείς δεν μπορούσε να ξέρει αν ήταν ψέμα ή αλήθεια. Μα σαράντα χρόνους αργότερα αποδείχτηκε πως ναι, αλήθεια ήταν. Ζούσε και ... βασίλευε και τον κόσμο γύρναγε ο αφανισμένος επί τέσσερις δεκαετίες. Και σκέψου τώρα, με την επανάληψη του ίδιου σκηνικού, ποια συναισθήματα θα έπρεπε να ξυπνήσουν...
Άφησε τώρα τη φαντασία στην άκρη. Και πάμε στα γεγονότα. Η γιαγιά, έτσι λένε, έβαλε οργισμένη τις φωνές. Κουβέντα δεν ήθελε να ακούσει πως το παιδί της ζούσε. Και πέρα από τις φωνές και τις διαμαρτυρίες πως τάχα συκοφαντούσαν έτσι το παιδί της για ψεύτη, πως άλλα είπε και άλλα έκανε, έσωσε να πει και μια κουβέντα ακόμη στην νύφη της που την άκουγε άναυδη:
- Τουλάχιστον ο γιος μου δεν άφησε πίσω του μωρά!Πικρή κουβέντα και σκληρή. Έτσι θα έλεγε όποιος δεν ήξερε. Όποιος εκείνη την ώρα δεν είχε την ψυχραιμία να αναλύσει και να συνδυάσει και να ερμηνέψει το βάθος του λόγου της.
Εσύ όμως που διάβασες από αρχή ως τέλος πως έγιναν τα πράγματα, ξέρεις πια. Και μπορείς να καταλάβεις. Για ποια μωρά μιλούσε η γερόντισσα. Να μην την αδικήσεις.
Κι άλλο τόσο μπορείς να ανοίξεις καινούριες πόρτες και παράθυρα εκεί που κάποιοι θέλησαν να ορθώσουν τοίχους. Γιατί η αλήθεια λένε αγαπά να κρύβεται. Μα λένε ακόμη πως και στις λάσπες να την πετάξεις, εκείνη θα βρει τον τρόπο να ανέβει και πάλι στην επιφάνεια. Και με το φως της να αποκαλύψει τις κρυμμένες αλήθειες...
Ένα κάστρο και η αλήθεια. Που να το πολεμάς σαράντα χρόνους μέχρι να πας να γίνεις ήρωας και άστρο...
_________________
Υ.Γ. Και μην ξεχνάς. Τα σαράντα χρόνια αργούν πολύ ακόμα. Και η αλήθεια το ίδιο. Ένα μικρό σπυράκι δώσαμε. Τουλάχιστον αυτό... Ίσως μια μέρα να καρπίσει και να δώσει ολάκερο το δέντρο.